Εισαγωγή του μεταφραστή
Παρουσιάζουμε άλλη μια μετάφραση σύγχρονης ξενόγλωσσης αρθρογραφίας γύρω από το θέμα της πολιτικής οικονομίας του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, το άρθρο του Τζον Σμιθ με τίτλο Εκμετάλλευση και υπερεκμετάλλευση στη θεωρία του ιμπεριαλισμού (Exploitation and superexploitation in the theory of imperialism), από την εισήγηση του συγγραφέα στη θεματική των Σύγχρονων Οικονομικών του Ιμπεριαλισμού (The Modern Economics of Imperialism) στο 16ο Ετήσιο Συνέδριο Ιστορικού Υλισμού (16th Annual Historical Materialism Conference), το οποίο έλαβε χώρα στο Λονδίνο, τον Νοέμβριο του 2019.
Το άρθρο απαντάει στα επιχειρήματα των αποκαλούμενων από τον συγγραφέα "αρνητών του ιμπεριαλισμού" (imperialism deniers), και ιδιαίτερα στο επιχείρημα ότι η τεράστια διαφορά στους μισθούς μεταξύ των αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων χωρών οφείλεται σε διαφορές στην παραγωγικότητα, για το οποίο ισχυρίζεται ότι βασίζεται σε μια αστική αντίληψη για την παραγωγικότητα, ως προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο ή ώρα εργασίας.
Ο συγγραφέας είναι από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της άποψης ότι η οικονομική ουσία του σύγχρονου καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού συνίσταται στην υπερεκμετάλλευση της φτηνής εργασίας των αναπτυσσόμενων χωρών από τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών χωρών, με κυριότερη σύγχρονη μορφή αυτήν των βιομηχανικών υπεργολαβιών (πχ βλ. αναφορές στα έργα των Smith, Higginbottom, Osorio, Marini στο υπό παρουσίαση άρθρο). Η θεωρία αυτή είναι μια -αν όχι η πιο- αξιόλογη προσπάθεια για μια πιο στέρεα θεμελίωση της πολιτικής οικονομίας του σύγχρονου, ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού στην εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ.
Στον δικό μας πρόλογο, δε θα προβούμε σε μια αναλυτική παρουσίαση και κριτική της άποψης αυτής. Αρκούμαστε σε λίγα μόνο κριτικά σχόλια επί του άρθρου που παρουσιάζεται εδώ.
- Στο άρθρο αναφέρονται δύο ορισμοί της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης: ο "στενός" ορισμός σχετίζεται με την αμοιβή της εργασίας κάτω από την επικρατούσα αξία της εργασιακής δύναμης σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και εποχή («απόλυτη υπερεκμετάλλευση»), ενώ ο "ευρύς" ορισμός αφορά την ύπαρξη διαφορετικών βαθμών εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης («σχετική υπερεκμετάλλευση») στις διαφορετικές εθνικές οικονομίας που συναρθρώνονται στη σύγχρονη διεθνή αγορά. Εκτιμούμε ότι ο αρθρογράφος δεν διευκρινίζει επαρκώς τη σχέση μεταξύ των δύο ορισμών. Ιδιαίτερα εστιάζουμε την κριτική μας στο ότι ενώ ο "στενός" ορισμός αφορά κυρίως τις συνθήκες της ταξικής πάλης σε μια κοινωνία, και τους παράγοντες που την επηρεάζουν (σχέση προσφοράς και ζήτησης εργασιακής δύναμης, συνδικαλιστική οργάνωση της εργασίας, πολιτική καταπίεση κοκ), ο "ευρύς" ορισμός επηρεάζεται επίσης, ή και κυρίως, από τα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε κάθε εθνική οικονομία.
- Η διάκριση αυτή επηρεάζει και τη θέση του συγγραφέα για το λεγόμενο "ηθικό και ιστορικό" στοιχείο της αξίας της εργασιακής δύναμης, το οποίο φαίνεται να το εξαρτά περισσότερο από την εξέλιξη της ταξικής πάλης παρά από την "παραγωγική δομή" της κάθε εθνικής οικονομίας. Κατά την άποψή μας, το "ηθικό και ιστορικό" στοιχείο σχετίζεται εξίσου, αν όχι περισσότερο, με όλες εκείνες τις πλευρές του υποκειμένου της εργασίας που καθιστά αναγκαίες το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε μια κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων πολιτιστικών στοιχείων που σχετίζονται με τη δημιουργικότητα, την επικοινωνία και τη συνεργασία μεταξύ των εργαζομένων (βλ. Starosta, 2018). Μια τέτοια άποψη επιτρέπει την ταξική πάλη να καθορίζει την τιμή, και μακροπρόθεσμα την αξία, της εργασιακής δύναμης μόνο εντός αντικειμενικών ορίων που καθορίζει το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε μια κοινωνία, και διαφέρει από την άποψη που θεωρεί την αξία της εργασιακής δύναμης, ή την τιμή της, και κατά συνέπεια τον βαθμό εκμετάλλευσής της, ως ελεύθερες μεταβλητές στη συστηματική λογική της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Μαρξ (βλ. επίσης τη σχετική αντιπαράθεση των Arghiri Emmanuel & Charles Bettelheim, 1962). Η διάκριση αυτή είναι σημαντική για τη δυνατότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να αναπαράγεται ως διευρυμένη εμπορευματική αναπαραγωγή, κάτι που προϋποθέτει την πλήρη αναπαραγωγή και του εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης, αντί της σταδιακής της φθοράς, λόγω μιας συνεχώς μειούμενης κατανάλωσης, σύμφωνα με τον "στενό" ορισμό της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης.
- Μάλιστα, ο συγγραφέας αναφέρει το σχετικά χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ (4%) ή του ακαθόριστου εισοδήματος εργασίας (7%) της Μ. Βρετανίας που δαπανάται για την εκπαίδευση, για να επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψης ότι η ειδίκευση ή συνθετότητα της εργασιακής δύναμης στις ανεπτυγμένες χώρες δεν μπορεί να εξηγήσει τις τεράστιες μισθολογικές διαφορές με τις αναπτυσσόμενες χώρες. Ο συγγραφέας παραβλέπει ότι στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες στους μισθούς των εργαζομένων συμπεριλαμβάνονται τα έξοδα διαβίωσης των εκπαιδευόμενων μαθητών, φοιτητών, προπτυχιακών και μεταπτυχιακών ή διδακτορικών, οι οποίοι μπορούν να ειδικεύονται για πάρα πολλά χρόνια (πχ στην Ελλάδα η υποχρεωτική εκπαίδευση σταματά στην ηλικία των 15 ετών, αλλά μια ακαδημαϊκή καριέρα μπορεί να συμπεριλαμβάνει φοιτητές ακόμη και στην ηλικία των 30-35 ετών), είτε με τη μορφή της οικογενειακής στήριξης, είτε αυτής των κρατικών ή ιδιωτικών υποτροφιών, κοκ. Επιπλέον, οι μισθοί, ή το κράτος (διά της φορολογίας) στις ανεπτυγμένες χώρες καλύπτουν και άλλες πλευρές της αναπαραγωγής της σύνθετης εργασίας, όπως τα συστήματα υγείας και άλλες υποδομές. Ως κόστος αναπαραγωγής μιας ιδιαίτερα αναπτυγμένης εργασιακής δύναμης, αυτής των επιστημόνων-ερευνητών, μπορεί να νοηθεί και ένα μεγάλο μέρος των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης, και ιδιαίτερα οι δαπάνες στη βασική έρευνα, οι οποίες επίσης λαμβάνουν χώρα εκτός της καπιταλιστικής παραγωγής με τη στενή έννοια της παραγωγής υπεραξίας, ακόμη και όταν αποτελούν αντικείμενο ιδιωτικών επενδύσεων ή χορηγιών.
- Συνολικά, τα όσα αναφέρονται στα παραπάνω σημεία οδηγούν τον αρθρογράφο -πάντα κατά την άποψή μας- μάλλον να υπερεκτιμά τον παράγοντα της ταξικής πάλης (πχ λόγω αυξημένης προσφοράς εργασίας και πολιτικής καταπίεσης στις αναπτυσσόμενες χώρες), σε σχέση με αυτόν της επιβολής ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας εκ μέρους των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών κρατών (βλ. σχετικά και τα άρθρα των Wise & Niell και Wise & Martin που μεταφράσαμε επίσης πρόσφατα), ο οποίος αναπαράγει την ιεραρχία των διαφορετικών εθνικών αξιών της εργασιακής δύναμης. Ωστόσο, και οι δύο παράγοντες λειτουργούν προς την ίδια κατεύθυνση και συμβάλουν στο φαινόμενο της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, και εναπόκειται στη θεωρητική και εμπειρική έρευνα να διευκρινιστεί το σχετικό τους βάρος.
- Ένα άλλο σημείο που χρίζει θεωρητικής αποσαφήνισης είναι το αν η έννοια της υπερεκμετάλλευσης αφορά την εργασιακή δύναμη και μόνο, ή γενικότερα την εργασία, δεδομένου ότι, ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες, εξακολουθούν να επιβιώνουν σε μεγάλο βαθμό προκαπιταλιστικές μορφές εκμετάλλευσης της εργασίας. Αυτές οι μορφές αναβιώνουν και στις ανεπτυγμένες χώρες, πχ μορφές καταναγκαστικής εργασίας ή και σύγχρονης δουλείας.
- Τέλος, ο συγγραφέας εκφέρει κάποιες αντιφατικές απόψεις σχετικά με το αν θεωρεί ότι υπάρχουν λάθη και παραλείψεις, ή όχι, καταρχήν στο έργο του Μαρξ, και δευτερευόντως σε αυτό του Λένιν, που εξηγούν τη μη ανάπτυξη της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης και τη μη ένταξή της ως βασική έννοια της εργασιακής θεωρίας της αξίας, δίπλα σε αυτές της απόλυτης και σχετικής υπεραξίας (για τον Μαρξ) ή ως βασική έννοια της θεωρίας του ιμπεριαλισμού (για τον Λένιν). Εμείς, θα υποστηρίξουμε την άποψη που επίσης αναφέρει ο συγγραφέας ότι "Προς υπεράσπιση του Μαρξ, αν όχι προς πλήρη απαλλαγή του, θα πρέπει να ανακαλέσουμε μια θεμελιώδη προϋπόθεση της υλιστικής διαλεκτικής: δεν μπορεί να υπάρξει μια συγκεκριμένη έννοια ενός συστήματος αλληλεπίδρασης η οποία δεν είναι η ίδια απολύτως συγκεκριμένη και ανεπτυγμένη" ή και το παράθεμα του συγγραφέα της θέσης του Ιλιένκοφ, σχετικά με το έργο του Λένιν, ότι "Πολύ συχνά... Η αυθεντικά αντικειμενική αιτία ενός φαινομένου εμφανίζεται στην επιφάνεια μιας ιστορικής διαδικασίας μετά από τις ίδιες της τις συνέπειες". Ισχυριζόμαστε ότι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας καθίσταται κυρίαρχη τάση εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μόνο κατά το στάδιο της υπερωρίμανσής του. Όταν άλλωστε ο συγγραφέας αναφέρεται στο ότι "οι παραγωγικές υπεργολαβίες σε χαμηλόμισθες χώρες έχουν αποτελέσει μια όλο και πιο προτιμώμενη εναλλακτική για την αύξηση των κερδών από ότι η εγχώρια επένδυση σε νέα, πιο παραγωγική τεχνολογία", δεν μπορεί να μην παρατηρεί ότι αυτό δεν χαρακτήριζε τα προηγούμενα ιστορικά στάδια του καπιταλισμού, και ειδικότερα την "προοδευτική" φάση της ιστορίας του, η οποία συνδέθηκε με την τεχνολογική πρόοδο και τη φιλελευθεροποίηση των κοινωνιών.
Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω σχόλια δεν μειώνουν καθόλου την αξία του άρθρου και προτρέπουμε θερμά τον αναγνώστη να το μελετήσει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα!
Για τη μετάφραση και την εισαγωγή,
Διονύσης Περδίκης
Αναφορές εισαγωγής
Starosta, 2018, Rethinking the Determination of the Value of Labor Power, Review of Radical Political Economics, Vol. 50(1) 99 –115
Arghiri Emmanuel & Charles Bettelheim, 1962. Échange inégal et politique de développement, Problèmes de planification, No. 2, Sorbonne: Centre d’Étude de Planification Socialiste.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το σχόλιό σας θα δημοσιευτεί μόνο αν περιέχει το ονοματεπώνυμό σας και κατόπιν επιβεβαίωσής της ταυτότητάς σας. Αν είναι η πρώτη φορά που σχολιάζετε, παρακαλώ στείλτε μου και τα στοιχεία επικοινωνίας σας (πχ e-mail) με ένα e-mail.