Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Κείμενο εργασίας για την περιοδολόγηση του καπιταλισμού και το σύγχρονό του στάδιο



I. Εισαγωγή

Η απουσία μιας συστηματικής θεωρίας της ιστορικής εξέλιξης, και επομένως και περιοδολόγησης, του καπιταλισμού, είναι ένα από τα σημαντικότερα σημεία στα οποία χρίζει περαιτέρω ανάπτυξης η σύγχρονη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, παρατηρείται μια αναζωογόνηση και περαιτέρω ανάπτυξη της θεωρίας του σύγχρονου καπιταλισμού, σε μεγάλο βαθμό εντός του πλαισίου της κλασσικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού ή (κρατικο-)μονοπωλιακού καπιταλισμού[1], με πλούσια αρθρογραφία και βιβλιογραφία σε διεθνές επίπεδο, και με κεντρικές έννοιες αυτές των
·       νέων μορφών εκμετάλλευσης και καταπίεσης που συμβάλουν στην ανάδυση της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας ως κυρίαρχης τάσης (έναντι της σχετικής και απόλυτης υπεραξίας) στη σφαίρα της παραγωγής[2],
·       της διόγκωσης των μη παραγωγικών κλάδων, ιδιαίτερα του χρηματοπιστωτικού τομέα[3],
·       της μονοπωλιακής προσόδου[4] στη σφαίρα του ανταγωνισμού, σε σύνδεση με το τεχνολογικό μονοπώλιο λόγω της θεσμοθέτησης της πνευματικής ιδιοκτησίας[5],
·       όπως και των σχέσεων ιμπεριαλιστικής εξάρτησης -δηλ. εκμετάλλευσης και κυριαρχίας- στη σφαίρα της διεθνούς αγοράς και των διακρατικών σχέσεων[6].
Πρόσφατα, μάλιστα, διεξήχθη στα πλαίσια του 16ου διεθνούς συνεδρίου για τον Ιστορικό Υλισμό, στο Λονδίνο, στις 7-10 Νοεμβρίου του περασμένου έτους, ειδική συνεδρία με την παραπάνω θεματολογία[7].
Στο παρόν κείμενο εργασίας, δεν μπορεί να αναπτυχθεί μια συστηματική θεωρία της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλισμού. Αρκούμαστε στα παραπάνω σχόλια, στην παράθεση των σχετικών αναφορών στις υποσημειώσεις, ενώ ακολουθούν παρακάτω κάποιες μεθοδολογικές προτάσεις, αλλά και η συνοπτική σκιαγράφηση μιας ερευνητικής κατεύθυνσης. Δεσμευόμαστε, όμως, να συνεχίσουμε τις μεταφράσεις της σχετικής ξενόγλωσσης αρθρογραφίας[8], και να παρουσιάσουμε στο επόμενο διάστημα με ολοκληρωμένο τρόπο τις -υπό διαμόρφωση- απόψεις μας.



II. Για την περιοδολόγηση του καπιταλισμού

Καταρχήν, σε γενική συμφωνία με τις βάσεις της θεωρίας περιοδολόγησης του καπιταλισμού που προτείνουν οι Ιωαννίδης & Μαυρουδέας (2001)[9], προτείνουμε ότι η περιοδολόγηση πρέπει να διεξαχθεί στο επίπεδο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ στο εξής). Η πρόταση αυτή αφενός προϋποθέτει ότι οι βασικές, ουσιαστικές σχέσεις του ΚΤΠ αποτελούν δυναμικές διαλεκτικές σχέσεις που υφίστανται νομοτελή ανάπτυξη, σε αντίθεση με την αλτουσεριανής καταγωγής στατική, δομιστική αντίληψη του ΚΤΠ[10]. Αφετέρου συνεπάγεται ότι η τέτοια νομοτέλεια της ιστορικής ανάπτυξης του ΚΤΠ καθορίζεται στη βάση των κατηγοριών και της λογικής του Κεφαλαίου[11]. Προηγείται λογικά η ουσία των σχέσεων παραγωγής της υπεραξίας στη σφαίρα της παραγωγής (1ος τόμος Κεφαλαίου), και, στη συνέχεια, η ιδιοποίησή της στη σφαίρα του φαινομένου της κυκλοφορίας (2ος τόμος Κεφαλαίου), ενώ ακολουθεί η θεώρηση της πραγματικότητας της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλ. της ενότητάς παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου, αλλά και της κοινωνικοποίησης της παραγωγής διά του ανταγωνισμού των ατομικών κεφαλαίων (3ος τόμος Κεφαλαίου). Έπονται, λογικά, οι αλλαγές στην κοινωνικο-ταξική διαστρωμάτωση, στο κράτος, στη διεθνή αγορά, στις διακρατικές σχέσεις και ανταγωνισμούς, συμπεριλαμβανομένων των πολέμων.
                  Ωστόσο, σε αυτό το σημείο διαφέρουμε από την άποψη των Ιωαννίδη & Μαυρουδέα (2011)[12] ως προς τα εξής σημεία:
Καταρχήν, η θεωρία της περιοδολόγησης δεν μπορεί να περιορίζεται στην παράθεση και ιεράρχηση κριτηρίων περιοδολόγησης, αλλά οφείλει να αναπαριστά την εσωτερική τους συστηματική λογική στη βάση της ως άνω λογικής του ΚΤΠ, πχ να απαντά στο πως οι αλλαγές στην παραγωγή και ιδιοποίηση της υπεραξίας αφενός καθορίζουν κυρίαρχα τις αλλαγές στην πραγματικότητα της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και του ανταγωνισμού, και αφετέρου πραγματοποιούνται μέσω αυτών. Αντίστοιχα, χρειάζεται να συνδεθούν συστηματικά οι αλλαγές στον ΚΤΠ με τις αλλαγές στη σφαίρα της κυρίαρχης κοινωνικής αντίθεσης, του κράτους κοκ.
Δεύτερον, η διερεύνηση της ιστορίας του ΚΤΠ, δηλ. η ιστορία της διευρυμένης εμπορευματικής αναπαραγωγής, δεν ταυτίζεται με αυτήν της συστηματικής λογικής του στο στάδιο της ωριμότητάς του[13], όταν και κυρίαρχη πραγματικότητα αποτελεί η πραγματική υπαγωγή της παραγωγής στο κεφάλαιο και η παραγωγή σχετικής υπεραξίας. Αντίθετα, χρειάζεται να συμπεριλάβει τη νομοτελή ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής και ανταλλαγής, εκκινώντας από το παρελθόν της εμφάνισης και διάδοσής της εντός των προ-καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, οπότε και δημιουργούνται οι ιστορικές προϋποθέσεις για την εμφάνιση του ΚΤΠ, με κατάληξη στην πρωταρχική κεφαλαιοκρατική συσσώρευση υπό την κυριαρχία του εμπορικού κεφαλαίου. Στη συνέχεια, η ιστορική διερεύνηση αναπαριστά την πρωταρχική εμφάνιση του ΚΤΠ ως την τυπική υπαγωγή της παραγωγής στο κεφάλαιο, κατά την οποία κυρίαρχη τάση γίνεται η παραγωγή απόλυτης υπεραξίας[14]. Ακολουθεί η διαμόρφωση των παραγωγικών σχέσεων που κατεξοχήν προσιδιάζουν στην ουσία του ΚΤΠ με την πραγματική υπαγωγή της παραγωγής στο κεφάλαιο, όταν και κυρίαρχη τάση γίνεται η παραγωγή της σχετικής υπεραξίας που συνοδεύεται από την κυριαρχία του βιομηχανικού κεφαλαίου[15]. Ο Μαρξ, στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου προσφέρει δείγματα μιας τέτοιας ιστορικής διερεύνησης, τόσο της αντικειμενικής νομοτελούς μετάβασης από την απλή συνεργασία, στη βιοτεχνία, και τελικά στη μεγάλη βιομηχανία, όσο και του ρόλου της ταξικής πάλης που κινεί τη μετάβαση αυτή, μέσω των αγώνων για τον εργάσιμο χρόνο και το μισθό, σε μια παρουσίαση, βέβαια, από τη σκοπιά του ώριμου σταδίου του ΚΤΠ, στον οποίο επικεντρώνεται η μελέτη του[16]. Αξίζει σε αυτό το σημείο να διευκρινιστεί ότι καθώς το ένα ιστορικό στάδιο οδηγεί νομοτελώς στο επόμενο, αντίστοιχα μετατρέπεται η κυρίαρχη τάση εντός του κάθε φορά προηγούμενου σταδίου σε κυρίαρχη πραγματικότητα στο επόμενο. Έτσι, για παράδειγμα, η παραγωγή σχετικής υπεραξίας αποτελεί κυρίαρχη τάση στο στάδιο της διαμόρφωσης του ΚΤΠ (έναντι της σχετικής υποχώρησης της απόλυτης υπεραξίας που έως αυτό το στάδιο αποτελούσε κυρίαρχη πραγματικότητα, διαμορφωμένη κατά την πρωταρχική εμφάνιση του ΚΤΠ), και, πλέον, γίνεται κυρίαρχη πραγματικότητα κατά την ωριμότητα του ΚΤΠ.
                  Η υποτίμηση της ιστορικής αυτής διάστασης εμποδίζει τη διερεύνηση της θέσης του σύγχρονου σταδίου του ΚΤΠ.  Κατά τη μετάβαση από τις ιστορικές προϋποθέσεις του ΚΤΠ, στην πρωταρχική του εμφάνιση, και στη διαμόρφωση των παραγωγικών σχέσεων που προσιδιάζουν στην ουσία του, έχουμε μια σταδιακή ανάδυση, επέκταση και κυριαρχία του ΚΤΠ, μέσω, και εις βάρος των προ-καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, δηλ. το κεφάλαιο αναπτύσσεται κυρίως κατά την κατεύθυνση υπέρβασης των εξωτερικών του ορίων. Κατά το στάδιο της ωριμότητάς του ΚΤΠ, το κεφάλαιο αναπτύσσεται κυρίως στην κατεύθυνση υπέρβασης του εσωτερικού του ορίου σύμφωνα με τη δική του συστηματική λογική.[17] Από ένα ιστορικό σημείο και μετά, όμως, αρχίζει η αντίστροφη εξέλιξη, η ιστορικά αντιδραστική πορεία της παρακμής του ΚΤΠ, όταν το ίδιο το κεφάλαιο αρχίζει να θέτει εμπόδια στην περαιτέρω ανάπτυξή του[18].
Μια θεώρηση που παραμένει δογματικά εντός της συστηματικής λογικής του ώριμου ΚΤΠ, και ψάχνει για παράδειγμα την όποια ιστορική εξέλιξη αποκλειστικά στην «ισορροπία μεταξύ απόλυτης και σχετικής υπεραξίας», αποτυγχάνει να εκτιμήσει τον ρόλο της ανάδυσης νέων μορφών εκμετάλλευσης και καταπίεσης, οι οποίες αποσκοπούν στη διατήρηση του ΚΤΠ σε αντίθεση με την αντικειμενική ιστορική τάση της εποχής μας. Για παράδειγμα, στην ανοδική, προοδευτική ιστορική φάση του ΚΤΠ περιορίζεται η άμεση κρατική βία στις παραγωγικές σχέσεις, καθώς η συστηματική λογική της εμπορευματικής παραγωγής προϋποθέτει την τυπική ισότητα και ελευθερία των ατομικών παραγωγών, οι οποίοι προσέρχονται σε μια ενιαία καπιταλιστική αγορά ως αγοραστές και πωλητές εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένων του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης)[19]. Αντίθετα, στην σημερινή αντιδραστική φάση του «σαπίσματος» του ΚΤΠ αποτελούν τουλάχιστον κυρίαρχη τάση, αν όχι και κυρίαρχη πραγματικότητα πλέον, νέες μορφές καταπίεσης, όπως ο περιορισμός της κυκλοφορίας της εργατικής δύναμης μέσω της θεσμοθέτησης της καταστολής της μετανάστευσης στη διεθνή -πλέον- αγορά, ή η πνευματική ιδιοκτησία που δημιουργεί παραγωγικές σφαίρες αποκλειστικής εκμετάλλευσης για το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Οι μορφές αυτές, ανάμεσα σε άλλες (πχ η χρήση στρατιωτικής βίας για την εκμετάλλευση με ευνοϊκούς ή αποκλειστικούς όρους φυσικών μονοπωλίων όπως ο ορυκτός πλούτος, ή ο «ιμπεριαλισμός του δολαρίου»[20] στη σφαίρα της κυκλοφορίας), μέσω των οποίων το καπιταλιστικό κράτος συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση των τιμών από τις αξίες, καταστρατηγώντας την τυπική ισότητα και ελευθερία των παραγωγών, είναι σε προφανή αντίφαση με τις ουσιαστικές παραγωγικές σχέσεις του ΚΤΠ[21], παρόλο που, όπως θα δείξουμε, αποτελούν προϊόντα της νομοτελειακής τους ιστορικής εξέλιξης.


III. Ο Μαρξ για τις ιστορικές νομοτέλειες του ώριμου καπιταλισμού

Στα πλαίσια μιας τέτοιας ιστορικής ερευνητικής κατεύθυνσης, το μαρξικό έργο, θεωρούμενο στο σύνολό του, υποδεικνύει έναν γόνιμο δρόμο για τη διερεύνηση του σύγχρονου σταδίου του ΚΤΠ, δηλ. την ιστορικά αντιδραστική φάση της ωριμότητάς του.
Ο Μαρξ στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου[22] παρουσιάζει την τάση της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους λόγω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, την οποία αλλού χαρακτηρίζει ως το «σημαντικότερο νόμο της πολιτικής οικονομίας»[23]. Ο νόμος αυτός προκύπτει άμεσα από τη λογική των ουσιαστικών σχέσεων του ΚΤΠ στο στάδιο της ωριμότητάς του, δηλ. την παραγωγή της σχετικής υπεραξίας μέσω του ανταγωνισμού των ατομικών κεφαλαίων για την αύξηση της παραγωγικότητας. Ως οργανική σύνθεση του κεφαλαίου νοείται η αλλαγή της αξιακής του σύνθεσης, δηλ. της αναλογίας μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου (ή διαφορετικά «ζωντανής» ή άμεσης και «νεκρής» ή έμμεσης εργασίας) λόγω της αλλαγής της τεχνικής του σύνθεσης. Συνεπώς, θα λέγαμε ότι αυτή είναι η «ποσοτική» πλευρά ενός νόμου που αφορά την κυρίαρχη κατεύθυνση της νομοτελούς ιστορικής εξέλιξης του ώριμου ΚΤΠ.
Ταυτόχρονα, ερμηνεύουμε το γνωστό απόσπασμα περί των μηχανών στο Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας [Grundrisse][24] ως την «ποιοτική» πλευρά του ίδιου νόμου. Εκεί ο Μαρξ προοικονομεί, από το σημείο θέασης της ιστορικής του εποχής, τις συνέπειες της υπαγωγής της γενικής διάνοιας, δηλ. της επιστημονικής δραστηριότητας της κοινωνίας, στον ΚΤΠ. Περιγράφει τις δυσκολίες που θέτει η δημιουργική, επιστημονική εργασία στην αξιολόγησή της ως αφηρημένη εργασία, δηλ. με μέτρο τον εργάσιμο χρόνο, και τελικά το πώς εμφανίζεται η ιστορική αυτή διαδικασία ως κλιμάκωση της αντίφασης μεταξύ αξίας (ως αφηρημένη εργασίας) και αξίας χρήσης («πλούτος»)[25]. Στην ουσία, το προϊόν της εργασίας αυτής δε δύναται να απαλλοτριωθεί αντικειμενικά από το κεφάλαιο[26]. Ο πρωτότυπος, μη επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας της καθιστά αδύνατο τον αντικειμενικό καθορισμό του κόστους αναπαραγωγής του προϊόντος της. Η αντιγραφή, ή η αφομοίωση του προϊόντος αυτού από άλλα υποκείμενα μέσω της εκπαίδευσης, αποτελούν εργασίες διαφορετικές ως προς το συγκεκριμένο τους χαρακτήρα, και με κόστος πολλές τάξεις μεγέθους μικρότερο σε σχέση με την παραγωγή του πρωτότυπου, όσον αφορά την αξιακή τους πλευρά[27]. Επιπλέον, παρόλη την αντικειμενοποίηση του προϊόντος αυτού σε κάποιο υλικό (πχ, μέσω κωδικοποιημένης εγγραφής σε αυτό), δεν παύει η εργατική δύναμη, δηλ. το υποκείμενο που το παράγει, να συνεχίζει να αποτελεί φορέα του. Συνολικά, οι ιδιότητες αυτές καθιστούν το προϊόν της δημιουργικής, επιστημονικής εργασίας άφθαρτο, μη ανταγωνιστικό και εν αφθονία, και οδηγούν στην αναγκαιότητα της θεσμοθέτησης της πνευματικής ιδιοκτησίας από το καπιταλιστικό κράτος, προκειμένου να διαφυλάξει την αξιοποίηση του επενδυμένου σε αυτήν κεφαλαίου[28].


IV. Μια ερευνητική πρόταση για το σύγχρονο στάδιο του καπιταλισμού

Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να  επιχειρήσουμε σε αυτό το σημείο μια συνοπτική σκιαγράφιση της μετάβασης του ώριμου καπιταλισμού στο σύγχρονο υπερώριμο στάδιό του, κατά την οποία θα προκύψουν τα βασικά χαρακτηριστικά του κατά Λένιν κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού, ή ιμπεριαλισμού, από τις ίδιες τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής, όπως και οι σημαντικότερες νεότερες εξελίξεις:
1.               Η υπερεκμετάλλευση της εργασίας ως αντίρροπη τάση στην  κρίση της σχετικής υπεραξίας λόγω της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους.
Η κύρια δυναμική που καθορίζει τη μετάβαση του ΚΤΠ στο σύγχρονο υπερώριμο στάδιο της ιστορίας του είναι αυτή της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Η παραγωγή σχετικής υπεραξίας, ως κυρίαρχη πραγματικότητα του ώριμου σταδίου του ΚΤΠ, επιβάλλει την ανάπτυξη του κεφαλαίου στην κατεύθυνση προσέγγισης του εσωτερικού του ορίου[29]. Απόλυτο όριο αποτελεί, προφανώς, η πλήρης αυτοματοποίηση της παραγωγής, η οποία είναι αδύνατη στον ΚΤΠ, καθώς θα στερούσε το κεφάλαιο από την πηγή της αναπαραγωγής του, την υπεραξία, ως ανθρώπινη υπερεργασία[30]. Ωστόσο, τα όρια γίνονται αισθητά από το κεφάλαιο, ιδιαίτερα κατά την καθοδική φάση του παραγωγικού του κύκλου.
Η απάντηση του κεφαλαίου στην κρίση της σχετικής υπεραξίας καταρχήν παίρνει τη μορφή της αύξησης της απόλυτης υπεραξίας, δηλ. του εργάσιμου χρόνου. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική γρήγορα προσεγγίζει τα σύγχρονα ιστορικά της όρια.
Αντίθετα, μια σειρά νομοτελειακών ιστορικών εξελίξεων[31] καθιστούν εφικτή την ανάδυση ως κυρίαρχης σύγχρονης τάσης στη σφαίρα της παραγωγής αυτήν της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας[32][33]. Πρόκειται για την αύξηση του ποσοστού υπεραξίας μέσω της πτώσης της τιμής της εργατικής δύναμης, άρα και πάλι στην κατεύθυνση του εσωτερικού ορίου του κεφαλαίου, όμως αυτήν τη φορά όχι διά της αύξησης της παραγωγικότητας, αλλά διά της μείωσης της κατανάλωσης της εργατικής τάξης.
Εν συντομία, οι εξελίξεις αυτές αφορούν την υπερπροσφορά της εργατικής δύναμης που παρατηρείται στις αναπτυσσόμενες, κυρίως, χώρες, ως συνέπεια (α) της ταχείας επέκτασης του ΚΤΠ σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου μέσα από πρακτικές σύγχρονης «πρωταρχικής συσσώρευσης»[34] εις βάρος προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, (β) του νομοθετικού περιορισμού (κυρίως από τις αρχές του 20ού αιώνα[35]) και της καταστολής της μετανάστευσης με τα πιο σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, η οποία εγκλωβίζει την εργατική δύναμη σε περιοχές του κόσμου με μεγάλη ανεργία, και, κυρίως, (γ) της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, ακόμη και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επιπλέον, σχετίζονται με την εντεινόμενη ευελιξία[36] και επισφάλεια της εργασίας, την αύξηση της εργασίας των γυναικών[37] και των παιδιών στις αναπτυσσόμενες χώρες, τις -κατά κανόνα- δυσχερείς για την εργατική τάξη συνθήκες ταξικής πάλης, όπως και στην ευρεία παρουσία ακόμη προ-καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής ή του άτυπου[38] «μαύρου» τομέα της οικονομίας στις χώρες αυτές.
Η κύρια μορφή που παίρνει η τάση αυτή είναι η αντικατάσταση ακριβής εργασίας στις αναπτυγμένες χώρες με φτηνή εργασία στις αναπτυσσόμενες, είτε μέσω άμεσων παραγωγικών επενδύσεων, εκ μέρους των μονοπωλίων των ανεπτυγμένων χωρών, είτε -και όλο και περισσότερο- μέσω υπεργολαβιών (outsourcing) [39]. Η τελευταία αυτή μορφή επεκτείνεται όλο και περισσότερο καθώς αυξάνει τα πλεονεκτήματα για τα μονοπώλια, στο βαθμό που τα απομπλέκει από την άμεση συμμετοχή στην παραγωγή. Για παράδειγμα, τα επιτρέπει να προσαρμόζουν άμεσα και χωρίς κόστος για τα ίδια την παραγωγική τους ικανότητα στη μεταβαλλόμενη ζήτηση, δηλ. χωρίς να χρειάζεται τα ίδια να απολύουν εργάτες ή να διατηρούν ανενεργά εργοστάσια και μηχανές, όταν η ζήτηση μειώνεται, ενώ, επιπλέον, μπορούν να απεκδύονται κάθε ευθύνη για την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων ή τις περιβαλλοντικές καταστροφές στις οποίες επιδίδονται οι προμηθευτές τους.
Ταυτόχρονα, η εξέλιξη αυτή αφορά και το εσωτερικό των ανεπτυγμένων χωρών, αν και σε μικρότερο βαθμό, και ιδιαίτερα την εργασία ευάλωτων ή περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων (μειονότητες, πρόσφυγες και μετανάστες, γκετοποιημένοι, φυλακισμένοι κοκ), άρα και την όξυνση όλων των σχετικών -πχ ρατσιστικών- μορφών καταπίεσης. Στις χώρες αυτές, το κεφάλαιο κερδίζει και από το φτήναιμα των εμπορευμάτων που καταναλώνει η εργατική δύναμη για την αναπαραγωγή της, και επομένως από τη συνεπαγόμενη μείωση της τιμής της, στο βαθμό που αυτά παράγονται στις αναπτυσσόμενες χώρες από τη φθηνή, υπερεκμεταλλευόμενη εργασία[40].
Στη συνέχεια θα δείξουμε πώς πραγματοποιείται αυτή η μεταβολή στην παραγωγή μέσα και από αντίστοιχες εξελίξεις στη σφαίρα της κυκλοφορίας, του ανταγωνισμού, της παρέμβασης του κράτους, της διεθνούς αγοράς κοκ
2.                  Η υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο για την παραγωγή σχετικής υπεραξίας.
Η παραγωγή σχετικής υπεραξίας προϋποθέτει την υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο σε μια ιστορική διαδικασία κατά την οποία διακρίνονται τρεις φάσεις[41]:
Α. Τυπική υπαγωγή: Αρχικά, κατά τη διαμόρφωση του ώριμου σταδίου του ΚΤΠ, όταν και γίνεται κυρίαρχη τάση η παραγωγή σχετικής υπεραξίας, η επιστημονική εργασία υπάγεται τυπικά στο κεφάλαιο, δηλ. διεξάγεται με μεγάλη αυτονομία από αυτό, παρόλο που τα αποτελέσματά της αξιοποιούνται στην παραγωγή, ενώ το κόστος της αποτελεί ένα μικρό μέρος του συνολικού κόστους παραγωγής του κεφαλαίου.
Β. Πραγματική υπαγωγή: Στη συνέχεια, κατά την πρώτη φάση του σύγχρονου σταδίου του υπερώριμου καπιταλισμού, το κεφάλαιο επιχειρεί να υπάγει πραγματικά την επιστήμη. Η επιστημονική έρευνα διεξάγεται συστηματικά τόσο υπό το καπιταλιστικό κράτος[42], όσο και στα τμήματα Έρευνας & Ανάπτυξης των βιομηχανιών και καθορίζει την τεχνολογική αλλαγή στην παραγωγή. Ταυτόχρονα, η σχετική δαπάνη του κεφαλαίου εκτοξεύεται, είτε ως κρατική δαπάνη του εθνικού συνολικού κεφαλαίου, είτε ως δαπάνες των ατομικών κεφαλαίων εντός της καπιταλιστικής επιχείρησης[43]. Γίνονται προσπάθειες από το κεφάλαιο και το καπιταλιστικό κράτος για την επιβολή ποσοτικοποιημένων κριτηρίων παραγωγικότητας σε μια -κατά τα άλλα- κατεξοχήν πρωτότυπη και αβέβαιη δραστηριότητα, προκειμένου να αξιολογηθεί με βάση την ικανότητα αξιοποίησης του κεφαλαίου που επενδύεται σε αυτήν, και ανάλογα να ρυθμιστεί η επένδυση ή χρηματοδότηση σε αυτή[44]. Ωστόσο, το κεφάλαιο προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια στην προσπάθειά του να υπάγει πραγματικά την επιστήμη, εξ’ αιτίας του κοινωνικού χαρακτήρα της επιστημονικής εργασίας[45], ο οποίος δυσκολεύει την αξιοποίησή της από το κεφάλαιο, όπως είδαμε και παραπάνω. Οι δυσκολίες αυτές απαιτούν – εκτός των άλλων- τη θεσμική παρέμβαση του κράτους με τη μορφή της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Γ. Εμπορευματοποίηση: Στη σύγχρονη, ύστερη φάση του υπερώριμου καπιταλισμού όταν και κυρίαρχη τάση γίνεται η κρίση στην παραγωγή της σχετικής υπεραξίας, η επιστημονική εργασία έχει την τάση να αυτονομείται από τη μαζική, βιομηχανική παραγωγή εμπορευμάτων (η οποία -όπως είδαμε- κατά κανόνα μεταφέρεται εκεί που αφθονεί η φτηνή εργασία). Η επιστημονική γνώση, η πληροφορία κοκ παίρνουν -εξωτερικά- τη μορφή αυτοτελούς εμπορεύματος ως πνευματική ιδιοκτησία, δηλ. ως τίτλοι που αποδίδουν αποκλειστικά δικαιώματα χρήσης και εκμετάλλευσής επί των προϊόντων αυτών[46]. Η φάση της εμπορευματοποίησης αποτελεί απάντηση του κεφαλαίου στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει για να υπάγει πραγματικά την επιστημονική εργασία.
Όταν η επιστημονική εργασία πραγματοποιείται εκτός των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, πχ από ερασιτέχνες, ή από το κράτος, δεν παράγεται υπεραξία, και κυριαρχεί η δωρεάν απαλλοτρίωση του προϊόντος της από το κεφάλαιο ως «δώρο» σύμφωνα με την έκφραση του Μαρξ[47].
Όταν η επιστημονική εργασία συμπεριλαμβάνεται στη συνολική δραστηριότητα του συλλογικού εργάτη μιας καπιταλιστικής επιχείρησης που παράγει ένα ορισμένο εμπόρευμα, αποτελεί παραγωγική εργασία για το κεφάλαιο, η οποία παράγει υπεραξία[48]. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της επιστημονικής εργασίας θέτει ήδη σε αυτήν την περίπτωση προκλήσεις στην αξιοποίησή της από το κεφάλαιο, οι οποίες αυξάνονται όσο περισσότερο αυτονομείται από την υπόλοιπη παραγωγική διαδικασία, όσο το προϊόν της διαχωρίζεται από το τελικό προϊόν ως προϋπόθεση της παραγωγικής διαδικασίας, και όσο αυξάνεται το κόστος της σε σχέση με το συνολικό κόστος παραγωγής.
Το κόστος αυτό, αν και περιέχει εξαιρετικά σύνθετη, ζωντανή, άμεση εργασία, προστίθεται σχεδόν στο σύνολό του στο πάγιο κεφάλαιο, καθώς η σχετική παραγωγική δραστηριότητα ολοκληρώνεται στο μεγαλύτερό της μέρος πριν από την εκκίνηση της μαζικής εμπορευματικής παραγωγής, ως προϋπόθεσή της[49]. Πρόκειται, όμως, για ένα ιδιόμορφο «πάγιο κεφάλαιο». Καταρχήν, ο πρωτότυπος χαρακτήρας τόσο της επιστημονικής εργασίας, όσο και του προϊόντος της, κατά κανόνα συνεπάγεται και μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την πραγματική χρησιμότητά τους για την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Δεύτερον, ως «πάγιο», το κεφάλαιο αυτό χαρακτηρίζεται από μηδενική κατανάλωση, δηλ. δε φθείρεται μέσω της χρήσης του στην παραγωγική διαδικασία, επιτρέποντας μια καταρχήν απεριόριστη αξιοποίηση. Ταυτόχρονα, όμως, υποφέρει από υψηλή ηθική απαξίωση, ευθέως ανάλογη της ευκολίας με την οποία το προϊόν της επιστημονικής εργασίας μπορεί να τύχει αντιγραφής ή μίμησης από ανταγωνιστές, ή να ξεπερασθεί τεχνολογικά. Ο κίνδυνος της ηθικής αυτής απαξίωσης αυξάνει την αβεβαιότητα για την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Εν τέλει, το μέγεθος της προσδοκώμενης αξιοποίησής του είναι σχετικά αποσυνδεδεμένο από το μέγεθος της δαπάνης του κεφαλαίου.
Το κεφάλαιο προσπαθεί να χειριστεί τις δυσκολίες αυτές με τον επιστημονικό προγραμματισμό της παραγωγής, στον οποίο κατευθύνεται όλο και μεγαλύτερο μέρος της καινοτομίας[50], αλλά και με την κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση (βλ. σημείο 7)[51]. Θα δούμε, όμως, και στη συνέχεια τις συνέπειες τόσο για την ταχύτητα περιστροφής του κεφαλαίου στη σφαίρα της κυκλοφορίας, όσο και για την κυριαρχία του τεχνολογικού μονοπωλίου στη σφαίρα του ανταγωνισμού.
Όσον, αφορά, δε, στη σύγχρονη φάση της υπαγωγής της επιστήμης στον ΚΤΠ, εκεί είναι που η αντίφαση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της επιστημονικής εργασίας και της αξιοποίησής της από το κεφάλαιο αναδεικνύεται στο μέγιστο βαθμό. Από τη στιγμή που το πρωτότυπο προϊόν της δημιουργικής επιστημονικής εργασίας παράγεται αυτοτελώς από τον συλλογικό εργάτη μιας κεφαλαιοκρατικής επιχείρησης, η οποία το εισάγει στην αγορά με τη μορφή του εμπορεύματος, παύει η εργασία αυτή να είναι παραγωγική, με την έννοια της παραγωγής αξίας, της οποίας η ουσία είναι η αφηρημένη εργασία. Το προϊόν αυτό αποκτά την εμπορευματική μορφή μόνο εξωτερικά, και μια τιμή στην αγορά, η οποία, όμως, δεν βασίζεται στην αξία του (που δεν μπορεί να εκτιμηθεί αντικειμενικά ως ένα ποσό αφηρημένης εργασίας). Εφόσον δεν έχει αξία, δεν μπορεί και να μεταφέρει ένα αντικειμενικά καθορισμένο ποσό αξίας όταν τελικά αγοραστεί από μια βιομηχανική επιχείρηση και εισαχθεί στη μαζική παραγωγή εμπορευμάτων, ειδικά εφόσον, όπως είδαμε παραπάνω, δεν καταναλώνεται, δηλ. δε φθείρεται κατά τη χρήση του. Στην πραγματικότητα λειτουργεί σαν πλασματικό κεφάλαιο, κατά αναλογία με φυσικούς πόρους όπως τα κοιτάσματα πετρελαίου, δηλ. ως μια προσδοκία μελλοντικών (υπερ)κερδών από την ένταξή του στην παραγωγή, και ως τέτοιο προστίθεται στο πάγιο κεφάλαιο της βιομηχανικής επιχείρησης[52] που αναλαμβάνει την ένταξη αυτή.
3.                  Η επιτάχυνση της περιστροφής του κεφαλαίου και η αύξηση των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Η λειτουργία του προϊόντος της επιστημονικής εργασίας ως παγίου κεφαλαίου, η αβεβαιότητα και οι δυσκολίες που επιφέρει στην αξιοποίηση του κεφαλαίου, όπως κι η πίεση από τον ανταγωνισμό (βλ. παρακάτω), οδηγούν στην επιτάχυνση της περιστροφής του κεφαλαίου στη σφαίρα της κυκλοφορίας[53]. Η επιτάχυνση αυτή είναι άμεση συνέπεια του άφθαρτου της επιστημονικής γνώσης, το οποίο καθιστά την ηθική απαξίωση ως τον κύριο κίνδυνο για μια, κατά τα άλλα απεριόριστη, αξιοποίηση του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί σε αυτήν, έναν κίνδυνο που αυξάνει αναλογικά, όχι με τον αριθμό των περιστροφών του κεφαλαίου (σε αντίθεση με την υλική φθορά του παγίου και την κατανάλωση του κυκλοφορόντος -σταθερού και μεταβλητού- κεφαλαίου), αλλά με το πέρασμα του χρόνου. Η επιτάχυνση αυτή λειτουργεί ως αντίρροπη τάση στην πτώση του ποσοστού κέρδους[54]. Ταυτόχρονα, οδηγεί σε μια πίεση για παραγωγικές επενδύσεις που σκοπεύουν στην καινοτομία, δηλ. για τη ταχύρρυθμη δημιουργία νέων εμπορευμάτων, νέων αξιών χρήσης, και επομένως, και νέων κοινωνικών αναγκών συνδεδεμένων με αυτές, ώστε να αποφευχθούν προβλήματα πραγματοποίησης της υπεραξίας, λόγω κορεσμού στην κατανάλωση ενός ορισμένου συνόλου αξιών χρήσης[55].
Επιπλέον, αξίζει αναφοράς ότι στο στάδιο του υπερώριμου, μονοπωλιακού καπιταλισμού, όλο και μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου δεν αξιοποιείται στην παραγωγή αλλά επενδύεται σε μη παραγωγικές δραστηριότητες, οι οποίες δεν παράγουν υπεραξία[56]. Πρόκειται για δραστηριότητες που επιχειρούν να παρέμβουν στην κοινωνική ζήτηση (όπως η διαφήμιση ή το μάρκετινγκ), πραγματοποιούν την κρατικο-μονοπωλιακή ρύθμιση (βλ. σημείο 7 πχ οι νομικές υπηρεσίες, ή η κρατική γραφειοκρατία), ή αποσκοπούν στην προνομιακή αξιοποίηση του κεφαλαίου έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού, στη σταθεροποίηση της εξουσίας του κεφαλαίου, και στην άσκηση ιμπεριαλιστικών πολιτικών (βλ. σημείο 8), όπως οι δαπάνες στον στρατό και άλλα σώματα ασφαλείας. Η αυξημένη παραγωγικότητα, μειώνοντας το κόστος της υλικής αναπαραγωγής, δίνει τη δυνατότητα στο κεφάλαιο να αξιοποιήσει μέρος του πλεονάσματος της υπερεργασίας σε τέτοιες δραστηριότητες, ενώ η αναγκαιότητα προκύπτει από το κυνήγι της μονοπωλιακής προσόδου στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό (βλ. σημείο 4), και την πολιτική διαχείριση των κρισιακών φαινομένων του σύγχρονου σταδίου του καπιταλισμού.
4.                  Ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός μέσω της ανάδυσης του τεχνολογικού μονοπωλίου και της σχετικής προσόδου.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ ατομικών κεφαλαίων, όπως αυτός προσιδιάζει στην παραγωγή της σχετικής υπεραξίας, περνάει μέσα από τρεις ιστορικές φάσεις που σχετίζονται με τις αντίστοιχες φάσεις της υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο.
Α. «Ελεύθερος» ανταγωνισμός για την αύξηση της παραγωγικότητας: Κατά την πρώτη φάση, η παραγωγή μηχανών μόλις που αρχίζει να ξεχωρίζει ως το Τμήμα Ι της καπιταλιστικής παραγωγής (έναντι του Τμήματος ΙΙ της παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων), ενώ αρχικά χαρακτηρίζεται από χαμηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου, δηλ. απουσιάζει η παραγωγή μηχανών από μηχανές[57]. Επιπλέον, η συνθετότητα των εμπορευμάτων είναι ακόμη περιορισμένη, με αποτέλεσμα, εμπορεύματα που αναφέρονται στις ίδιες ή παρόμοιες κοινωνικές ανάγκες να μη διαφέρουν ιδιαίτερα ως προς τις ιδιότητές τους, και επομένως, ως προς την αξία χρήσης τους. Τα ατομικά κεφάλαια ανταγωνίζονται κυρίως ενδοκλαδικά για τη μείωση του ατομικού κόστους παραγωγής του ίδιου ή πανομοιότυπου εμπορεύματος, μέσω αύξησης της παραγωγικότητας. Οι δαπάνες για την τεχνολογική καινοτομία είναι ακόμη μικρές, με αποτέλεσμα το όποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα να είναι προσωρινό, καθώς οι ανταγωνιστές μπορούν σχετικά εύκολα και γρήγορα να επενδύσουν για την υιοθέτηση της βέλτιστης τεχνικής παραγωγής ή για να παράγουν ένα νέο, τεχνολογικά ανώτερο εμπόρευμα. Στην ευκολία αυτή συμβάλει η αντίστοιχη ευκολία της μίμησης ή αντιγραφής της καινοτομίας, αφενός λόγω του τυπικού της υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο, και αφετέρου λόγω της έλλειψης ανεπτυγμένων θεσμικών περιορισμών πνευματικής ιδιοκτησίας[58]. Αντίστοιχα προσωρινό είναι -κατά κανόνα- και το τεχνολογικό μονοπώλιο, εξ’ ου και το «ελεύθερο» του ανταγωνισμού[59].
Β. Πρώτη φάση του μονοπωλιακού ανταγωνισμού για τη μονοπωλιακή τεχνολογική πρόσοδο: Καθώς περνάμε από την τυπική στην προσπάθεια για πραγματική υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο, αφενός αυξάνεται το κόστος της τεχνολογικής καινοτομίας, και αφετέρου διογκώνεται το Τμήμα Ι της καπιταλιστικής παραγωγής και αυξάνεται η οργανική σύνθεση κεφαλαίου σε αυτό, δηλ. όλο και περισσότερο αξιοποιούνται μηχανές για την παραγωγή μηχανών. Οπότε, διαχωρίζεται όλο και περισσότερο το κεφάλαιο που καλείται να παράγει και να αξιοποιήσει την τεχνολογική καινοτομία, από το κεφάλαιο που θα αγοράσει την καινοτόμα μηχανή και θα τη χρησιμοποιήσει εν τέλει για να αυξήσει την παραγωγικότητά του. Επιπλέον, αυξάνεται η συνθετότητα των εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται αντίστοιχα ο ανταγωνισμός μεταξύ εμπορευμάτων υποκατάστασης, δηλ. εμπορευμάτων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, άρα και ως προς την αξία χρήσης τους, αλλά δημιουργούν και ικανοποιούν παρόμοιες κοινωνικές ανάγκες. Ταυτόχρονα, αρχίζουν να γίνονται αισθητές τόσο η δυσκολία αναπαραγωγής του κεφαλαίου στη βάση της περαιτέρω ανόδου της παραγωγικότητας, λόγω της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, όσο και οι δυσκολίες που θέτει το προϊόν της επιστημονικής εργασίας στην αξιοποίησή του από το κεφάλαιο (βλ. το σημείο 2).
Οι τάσεις αυτές, σε συνδυασμό με την νομοτελή τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου στην ίδια τη σφαίρα του ανταγωνισμού, οδηγούν στην ανάδειξη του τεχνολογικού μονοπωλίου ως κυρίαρχης τάσης, με τα εξής χαρακτηριστικά: (α) Τη θεσμοθέτηση της πνευματικής ιδιοκτησίας η οποία δημιουργεί το τεχνολογικό μονοπώλιο, και αυξάνει το χρόνο κατά τον οποίο μπορεί το καινοτόμο κεφάλαιο να αποσπά υπερκέρδη. (β) Το υπερκέρδος αυτό, επομένως, παίρνει τη μορφή της μονοπωλιακής τεχνολογικής προσόδου[60], ενώ (γ) το καρπώνεται κυρίως το κεφάλαιο που εισάγει την καινοτομία στην παραγωγή, και λιγότερο αυτό που πιθανόν την αξιοποιεί για άνοδο της παραγωγικότητας (εφόσον πρόκειται για καινοτομία στο Τμήμα Ι που αποσκοπεί στην άνοδο της παραγωγικότητας). (δ) Η καινοτομία στρέφεται και προς το Τμήμα ΙΙ της καπιταλιστικής παραγωγής και οδηγεί στην αύξηση της παραγωγής των λεγόμενων διαρκών καταναλωτικών αγαθών[61], τα οποία ανταγωνίζονται, όχι μόνο ως προς το κόστος τους, αλλά, όλο και περισσότερό και ως προς την ποιότητά τους. (ε) Επιπλέον, η καινοτομία στρέφεται και προς τον επιστημονικό προγραμματισμό και διεύθυνση της παραγωγής για τη βέλτιστη αξιοποίηση του επενδυμένου κεφαλαίου[62].
Καθώς το κόστος της παραγωγής της καινοτομίας έχει αυξηθεί, όπως και η επιχειρηματική της αβεβαιότητα (βλ. σημείο 2), μόνο η ήδη σε μεγάλο βαθμό συσσωρευμένη ιδιοκτησία του κεφαλαίου μπορεί να το αναλάβει[63]. Δεδομένου ότι επιταχύνεται η περιστροφή του κεφαλαίου (βλ. σημείο 3) ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ο απόλυτος χρόνος συσσώρευσης μονοπωλιακών υπερκερδών, σταθεροποιείται το τεχνολογικό μονοπώλιο, λόγω της συστηματικής, πλέον, αναπαραγωγής των υπερκερδών του. Συνοπτικά, ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός[64]
·       αποσκοπεί κυρίως στη μονοπωλιακή πρόσοδο,
·       είναι διακλαδικός, καθώς αφορά την καινοτομία για την παραγωγή νέων και σύνθετων εμπορευμάτων, δηλ. νέων αξιών χρήσης, τόσο μέσων παραγωγής, όσο και καταναλωτικών, και πρόκειται για ανταγωνισμό για τη συνολική αγοραστική δύναμη της κοινωνίας, μεταξύ εμπορευμάτων αμοιβαίας υποκατάστασης (αλλά σχετικά διακριτής ποιότητας και αξίας χρήσης),
·       ενώ στο βαθμό που στρέφεται στη μείωση του κόστους, όλο και περισσότερο αυτό γίνεται μέσω της διάσπασης της παραγωγής σε πολύπλοκες διεθνείς αλυσίδες, παρά μέσω της ανόδου της παραγωγικότητας.
Γ. Ο ανταγωνισμός για τη μονοπωλιακή πρόσοδο στη σύγχρονη εποχή της υπερεκμετάλλευσης, της αυτοματοποίησης της παραγωγής και της εμπορευματοποίησης της επιστήμης: Στο βαθμό που η καινοτομία παίρνει η ίδια την εξωτερική μορφή του εμπορεύματος και λειτουργεί ως πλασματικό κεφάλαιο, ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός τείνει να γίνει κυρίαρχη πραγματικότητα, τουλάχιστον εντός της μερίδας του μονοπωλιακού κεφαλαίου (βλ. σημείο 5). Σήμερα, παρατηρούμε την ύπαρξη πανίσχυρων τεχνολογικών μονοπωλίων, των οποίων η κύρια δραστηριότητα είναι η «παραγωγή πνευματικής ιδιοκτησίας», με ελάχιστη συμμετοχή στη διαδικασία της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής. Ταυτόχρονα, παρατηρείται μια επιβράδυνση της εισαγωγής καινοτομιών στην παραγωγή για την αύξηση της παραγωγικότητας[65]. Ωστόσο, η λογιστική απεικόνιση των δαπανών για την καινοτομία συνήθως στο πάγιο κεφάλαιο, αυξάνει την οργανική σύνθεση κεφαλαίου, συσκοτίζοντας το πραγματικό κίνητρο της επένδυσης, και την ανάδειξη του μονοπωλίου ως τον καθοριστικό παράγοντα του ανταγωνισμού.
5.                  Η κυρίαρχη κοινωνική αντίθεση: χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο – υπερεκμεταλλευόμενη εργασία.
Η ανάδυση του τεχνολογικού μονοπωλίου συναντά την προϋπάρχουσα ιστορικά μορφή του φυσικού μονοπωλίου (επί φυσικών πόρων όπως η ιδιαίτερα εύφορη γη, ο ορυκτός πλούτος, οι πηγές ενέργειας κοκ), ενώ η αυτονόμηση της «πνευματικής ιδιοκτησίας» από την αξιοποίησή της στην παραγωγή συναντά την, προϋπάρχουσα ιστορικά, αυτονόμηση της ιδιοκτησίας από την παραγωγική λειτουργία του κεφαλαίου στα πλαίσια της μετοχικής επιχείρησης. Συνδυασμένες, οι τάσεις αυτές οδηγούν στην κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Πρόκειται για εκείνη την μερίδα του κεφαλαίου που έχει την οικονομική, καταρχήν, και στη συνέχεια πολιτική (βλ. σημείο 7) ισχύ για να συγκεντρώνει, να προστατεύει και να αυξάνει την ιδιοκτησία του επί τεχνολογικών, και φυσικών μονοπωλίων, αλλά και να την αξιοποιεί με τη μορφή του πλασματικού κεφαλαίου[66]. Έτσι, καταφέρνει να αναπαράγεται σε μεγάλο βαθμό στη βάση μονοπωλιακών προσόδων, δηλ. μεταφορών (υπερ)αξίας που παράγεται σε άλλους τομείς της παραγωγής, και σε σχετική αυτονομία από την παραγωγή αυτή, με την οποία εμπλέκεται όλο και λιγότερο άμεσα.
Στον άλλο πόλο εντός του κεφαλαίου βρίσκεται το μη μονοπωλιακό κεφάλαιο, το οποίο απασχολείται στη μαζική παραγωγή εμπορευμάτων χαμηλότερης τεχνολογίας. Είναι η μη μονοπωλιακή μερίδα του κεφαλαίου που -χωρίς πρόσβαση σε μονοπωλιακές προσόδους- πιέζεται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό να μειώσει τα κόστη παραγωγής για να αυξήσει το κέρδος της, και είναι αυτή που καταφεύγει κυρίως στην υπερεκμετάλλευση της εργασίας, παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος της νέας αξίας το καρπώνεται, εν τέλει, το μονοπωλιακό κεφάλαιο.
Η διαφοροποίηση αυτή αναπαράγεται ακόμη και αν μεταβάλλεται σε ορισμένο βαθμό η σύνθεση μεταξύ των δύο μερίδων με το πέρασμα του χρόνου και την εξέλιξη του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Όμως, η πόλωση εντός του κεφαλαίου επιφέρει και πόλωση εντός της εργασίας. Από τη μια έχουμε την ακριβή, σύνθετη εργασία, που απασχολείται σε μεγάλο βαθμό σε μη παραγωγικές δραστηριότητες, επιτελώντας κατά ένα μέρος λειτουργίες του κεφαλαίου, είτε στη διεύθυνση της παραγωγής, είτε στη σφαίρα του ανταγωνισμού, ενώ στελεχώνει και το κράτος και το στρατό. Είναι ακριβή, τόσο διότι πρόκειται κατά κανόνα για σύνθετη εργασία, με μεγάλο κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που δύναται να την επιτελέσει, αλλά και διότι έχει ευνοϊκή διαπραγματευτική θέση στην ταξική πάλη, τόσο λόγω του ρόλου της στην παραγωγή και αναπαραγωγή, όσο και λόγω της σχετικής της μειωμένης προσφοράς. Μέρος αυτού του στρώματος της εργασίας προσδίδει το σύγχρονο περιεχόμενο της έννοιας της «εργατικής αριστοκρατίας», ή και προσεγγίζει τη νέα μικροαστική τάξη.
Από την άλλη, υπάρχει η υπερεκμεταλλευόμενη εργασία που απασχολείται στη μαζική, βιομηχανική παραγωγή εμπορευμάτων. Είναι φθηνή, τόσο γιατί αξίζει λιγότερο, ως πιο απλή εργασία, όσο και επειδή αμείβεται σχετικά λιγότερο, εξ’ αιτίας της υπερπροσφοράς της, και επομένως, της αδύναμης θέσης της στην ταξική πάλη.
Επομένως, η κυρίαρχη συνιστώσα των σύγχρονων κοινωνικών αντιθέσεων, όπως προκύπτει από τις νομοτέλειες του ίδιου του ΚΤΠ, δηλ. της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, και ως συγκεκριμένη ιστορικά μορφή αυτής, είναι αυτή μεταξύ του χρηματοπιστωτικού, μονοπωλιακού κεφαλαίου, και της υπερεκμεταλλευόμενης εργασίας. Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους βρίσκονται, με τις επιμέρους αντιθέσεις τους, η μη μονοπωλιακή αστική τάξη, η νέα και παλιά μικροαστική τάξη, η σύνθετη, ακριβή εργασία, οι αυταπασχολούμενοι και μισοπρολετάριοι κοκ Στην τέτοια διαμόρφωση των σύγχρονων κοινωνικών αντιθέσεων πρέπει να συνυπολογίζονται και οι συνέπειες πλευρών των νέων μορφών εκμετάλλευσης και καταπίεσης που ασκεί το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο απέναντι στο σύνολο σχεδόν της κοινωνίας εκτός της σφαίρας της καπιταλιστικής παραγωγής, καθώς υπάγει όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής δραστηριότητας στις ανάγκες της αναπαραγωγής του (βλ. σημείο 6).
6.                  Η γενική υπαγωγή της κοινωνικής δραστηριότητας και της φύσης στο κεφάλαιο.
Η γενική διάνοια δεν είναι κάτι που έχει αντικειμενική ύπαρξη έξω από τον υλικό της φορέα. Ο κατεξοχήν αυτός φορέας είναι η κοινωνική δραστηριότητα των εργαζομένων που την παράγουν μέσω της δημιουργικής, επιστημονικής εργασίας, και άλλων πολιτιστικών δραστηριοτήτων στον ελεύθερό τους χρόνο, και που τη διαδίδουν και συντηρούν μέσω πρακτικών επικοινωνίας και εκπαίδευσης. Μάλιστα, μεγάλο της μέρος παράγεται σε δραστηριότητες έξω από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, είτε στον ελεύθερο χρόνο, είτε από το κράτος[67]. Επομένως, η πνευματική ιδιοκτησία δεν αποτελεί περιορισμό μόνο ή κυρίως για το κεφάλαιο, αλλά σε τελική ανάλυση, περιορισμό στην ελεύθερη κοινωνική δραστηριότητα των υποκειμένων αυτών, τα οποία, ενώ παράγουν την πληροφορία ή τη γνώση, δεν μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς, παρόλο που είναι και παραμένουν ενεργοί φορείς της έξω από την εργασιακή δραστηριότητα. Συμπεραίνουμε, ότι η θεσμοθέτηση της πνευματικής ιδιοκτησίας πρόκειται για μια νέα μορφή καταπίεσης (βλ. τον όρο «νέες περιχαρακώσεις των κοινών»[68]), μέσω της οποίας υπάγεται στο κεφάλαιο ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής δραστηριότητας, της επικοινωνίας, της δημιουργικότητας, κοκ που δεν περιορίζεται στην παραγωγική δραστηριότητα[69]. Το ίδιο συμβαίνει και με μια σειρά άλλων πρακτικών, όπως της διαφήμισης, της βιομηχανίας του ελεύθερου χρόνου, και εσχάτως, της διαμεσολάβησης της ανθρώπινης επικοινωνίας από τα κοινωνικά δίκτυα[70], προς εξυπηρέτηση και πάλι κυρίως της διαφήμισης, αλλά και της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης στην παραγωγή.
Κατά αντίστοιχο τρόπο, ο ανταγωνισμός για το κυνήγι του μονοπωλιακού υπερκέρδους συμβάλει στην όξυνση της υπαγωγής της φύσης στο κεφάλαιο που οδηγεί σε καταστροφικά φαινόμενα, τα οποία απειλούν τους όρους αναπαραγωγής της ανθρωπότητας[71]. Η υπαγωγή αυτή και πάλι παίρνει το χαρακτήρα πρακτικών «πρωταρχικής συσσώρευσης»[72], που λειτουργούν ως ιστορικές προϋποθέσεις τόσο της δημιουργίας φυσικών μονοπωλίων (πχ οι ιδιωτικοποιήσεις κοινών αγαθών όπως το νερό), όσο και της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, καθώς συμβάλουν στην ταχεία επέκταση του ΚΤΠ εις βάρος προ-καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στον αναπτυσσόμενο κόσμο, και επομένως στην υπερπροσφορά εργασίας που παρατηρείται στις χώρες αυτές.
Στο σύνολό τους, οι πρακτικές αυτές είναι πρακτικές καταπίεσης ή χειραγώγησης, υπό τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού, μονοπωλιακού κεφαλαίου, οι οποίες στρέφονται ενάντια στο σύνολο, σχεδόν, της κοινωνίας. Στο βαθμό που δεν λαμβάνουν χώρα άμεσα εντός της καπιταλιστικής παραγωγής, δεν συνιστούν από μόνες τους καπιταλιστική εκμετάλλευση, και δεν οδηγούν στην παραγωγή υπεραξίας. Ωστόσο, αποτελούν προϋπόθεση της παραγωγής και ιδιοποίησης της υπεραξίας, δηλ. της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της εξουσίας του. Η όξυνση των φαινομένων αυτών είναι ένδειξη ότι ο ΚΤΠ αρχίζει να εξαντλεί και τα εξωτερικά όρια της ανάπτυξής του. Αποτελούν ενδείξεις ταυτόχρονα της πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου στη σύγχρονη εποχή, αλλά και του βάθους της κρίσης του.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι παρόλο που πρακτικές εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπως αυτές της «πρωταρχικής συσσώρευσης», της δουλείας ή καταναγκαστικής εργασίας, αλλά και της απόλυτης υπεραξίας, έχουν μόνιμη παρουσία στην ιστορία του καπιταλισμού[73], και εμφανίζονται σήμερα να επανέρχονται στην ιστορία με νέες μορφές και να οξύνονται εκ νέου, η κρίση του κεφαλαίου στη σύγχρονη εποχή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην προσέγγιση των εσωτερικών του ορίων, είναι κρίση της παραγωγής της σχετικής υπεραξίας. Αντίστοιχα, και η παρέμβαση της εξω-οικονομικής, κρατικής, βίας στρέφεται κατά κύριο λόγο στις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις• είναι η «άνιση ανταλλαγή» μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, δηλ. μιας συνεχής πίεση στην αξία της εργατικής δύναμης στο πεδίο της ταξικής πάλης για την άνοδο του ποσοστού υπεραξίας διά  της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, η κυρίαρχη αντίρροπη τάση.
7.                  Η κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση
Η οικονομική ισχύς των χρηματοπιστωτικών μονοπωλίων δεν μπορεί παρά να εκφραστεί και σε πολιτική ισχύ στο καπιταλιστικό κράτος, το οποίο αναλαμβάνει την απρόσκοπτη αναπαραγωγή τους, μέσω κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων σε όλο το εύρος της αναπαραγωγής της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας, τις σημαντικότερες από τις οποίες (θεσμοθέτηση πνευματικής ιδιοκτησίας, ιδιωτικοποιήσεις και άλλες «νέες περιχαρακώσεις των κοινών», καταστολή μετανάστευσης, αναπαραγωγή της ειδικευμένης εργατικής δύναμης, ενίσχυση της θέσης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στη σφαίρα της κυκλοφορίας, αλλά και η στρατιωτική επέμβαση στη διεθνή σφαίρα – βλ. το επόμενο σημείο) τις έχουμε ήδη αναφέρει.
Η τέτοια κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση, όπως επιβάλλεται από το χρηματοπιστωτικό μονοπωλιακό κεφάλαιο ως απάντηση στα αδιέξοδά του ΚΤΠ, τροποποιεί ουσιωδώς και σε αντιδραστική κατεύθυνση τον ΚΤΠ, όπως αναφέρθηκε αρχικά[74]. Ακραία εκδοχή του φαινομένου αυτού αποτελεί ο φασισμός, ο οποίος, από την άποψη της μορφής της αστικής εξουσίας, επιδιώκει την στρατιωτικοποίηση της εργασίας[75], αλλά και την πειθάρχηση των ατομικών κεφαλαίων και του συνόλου της κοινωνίας («πολεμική οικονομία») στην στρατηγική της κυρίαρχης, και πιο επιθετικής, μερίδας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, σε περιόδους κρίσεων ή/και ιμπεριαλιστικών πολέμων.
8.                  Ο σύγχρονος καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός
Είναι σε αυτό το σημείο που μπορεί να γίνει κατανοητός και ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός δηλ. οι σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας με υποκείμενο το κεφάλαιο και το καπιταλιστικό κράτος στη διεθνή σφαίρα.
Αρχικά, κατά την ανοδική φάση της ιστορίας του ΚΤΠ (πέρασμα από την απόλυτη στη σχετική υπεραξία και κυριαρχία της τελευταίας) ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός λαμβάνει τη μορφή των (εμπορικών κυρίως) σχέσεων μεταξύ του ΚΤΠ και προ-καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής στις αποικίες, αποτελεί εξωτερική ιστορική προϋπόθεση του ΚΤΠ, και καταγράφεται σε κάποιον βαθμό και από τον ίδιο τον Μαρξ[76]. Κατά την περίοδο αυτή, το εξαγωγικό εμπόριο των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών αφορά κυρίως βιομηχανικά προϊόντα κατανάλωσης[77], ενώ οι εισαγωγές, τρόφιμα και πρώτες ύλες που παράγονται κατά κανόνα με προ-καπιταλιστικούς τρόπους[78].
Αντίθετα, όταν το κεφάλαιο αρχίζει να προσεγγίζει τα όρια της ανάπτυξής του εντός της εθνικής αγοράς, επιχειρεί να τη διευρύνει μέσω της εξαγωγής κεφαλαίου[79]. Σε αυτήν την πρώτη φάση της διαμόρφωσης τις διεθνούς αγοράς ως καπιταλιστικής, οι ιμπεριαλιστικές πρακτικές αρχίζουν να διεισδύουν στον ΚΤΠ μέσω της σφαίρας της κυκλοφορίας, με υποκείμενο το ανερχόμενο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Είναι σε αυτή τη σφαίρα που στοχεύει κυρίως η εξαγωγή κεφαλαίου να αποσπάσει υπεραξία, μιας και κατευθύνεται προς περιοχές του κόσμου όπου μόλις τότε αρχίζει να αναπτύσσεται και να κυριαρχεί ο ΚΤΠ[80]. Πχ αυτό συμβαίνει με τη μορφή του δανεισμού, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα, πέραν του ελέγχου επί φυσικών μονοπωλίων και της καπιταλιστικής παραγωγής πρώτων υλών, και τη δημιουργία ή προστασία νεών αγορών για το εξωτερικό εμπόριο[81]. Αυτό στρέφεται σταδιακά περισσότερο προς κεφαλαιουχικά αγαθά[82] που υποστηρίζουν τη γεωγραφική επέκταση του ΚΤΠ[83].
Επομένως, ήδη από εκείνη τη φάση, η τέτοια εξαγωγή κεφαλαίου αποσκοπεί στην αύξηση του ποσοστού κέρδους, είτε με τον προσπορισμό προσόδων, είτε μέσω του μηχανισμού της άνισης εμπορικής ανταλλαγής, τόσο με την ευρεία έννοια (δηλ. της ανταλλαγής εμπορευμάτων με διαφορετική οργανική σύνθεση κεφαλαίου), όσο και με τη στενή (της διαφοράς στην τιμή της εργατικής δύναμης)[84]. Δηλ. το κεντρικό στοιχείο ήδη από την αρχή του ιμπεριαλιστικού σταδίου είναι ο συνδυασμός χαμηλότερης μέσης παραγωγικότητας (που συμβαδίζει με τη χαμηλότερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου), με τη χαμηλότερη αξία και τιμή της εργατικής δύναμης στον αναπτυσσόμενο κόσμο[85]. Είναι στα πρώτα βήματα αυτού του αμιγώς καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού που συγγράφει ο Λένιν το σχετικό του έργο.
Στη σημερινή, όμως, ύστερη φάση του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, όταν ο ΚΤΠ έχει πλέον κυριαρχήσει σχεδόν σε όλον τον κόσμο, η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση λαμβάνει χώρα άμεσα στη σφαίρα της καπιταλιστικής παραγωγής, ως εσωτερική της διαδικασία[86], με κύριες μορφές τις παραγωγικές άμεσες ξένες επενδύσεις και τις υπεργολαβίες (outsourcing)[87]. Αυτές οι εξαγωγές κεφαλαίου πρέπει να διακρίνονται από αυτές μεταξύ ιμπεριαλιστικών οικονομιών που κυρίως εξυπηρετούν τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου σε ακόμη μεγαλύτερα μονοπώλια[88]. Η εσωτερικοποίηση της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης εντός του ΚΤΠ συμβαίνει διά της επιβολής της πόλωσης μεταξύ μονοπωλιακού και μη μονοπωλιακού κεφαλαίου, αλλά και σύνθετης-ακριβής εργασίας και υπερεκμεταλλευόμενης (βλ. σημείο 5), ως έναν διεθνή καταμερισμό εργασίας. Κατά συνέπεια, το εμπόριο κυριαρχείται από συναλλαγές ενδιάμεσων προϊόντων κατά μήκος διεθνών παραγωγικών αλυσίδων[89], ενώ οι ιμπεριαλιστικές χώρες συνεχίζουν να κυριαρχούν στην εξαγωγή των πιο τεχνολογικά προηγμένων αγαθών[90]. Η δε κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση της παγκόσμιας -πλέον- αγοράς, τις σημαντικότερες πλευρές της οποίας ήδη περιγράψαμε (βλ. σημείο 7), όπως και η ιμπεριαλιστική στρατιωτικο-πολιτική επέμβαση, συμβάλουν στην αναπαραγωγή αυτού του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, ενώ καθιστούν την παγκόσμια οικονομία πεδίο του ανταγωνισμού μεταξύ των ισχυρότερων μονοπωλίων των ιμπεριαλιστικών κρατών.
9.                  Το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα
Με βάση το παραπάνω σημείο, μπορούμε να καθορίσουμε και τη θέση κάθε κράτους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, δηλ. στο σύστημα των διακρατικών σχέσεων στην σύγχρονη εποχή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού.
Η θέση αυτή δεν προκύπτει από τη σχολαστική διερεύνηση της παρουσίας της μιας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής πρακτικής εκμετάλλευσης ή καταπίεσης στην κάθε χώρα. Όλα τα καπιταλιστικά κράτη μπορεί να εξάγουν κάποια κεφάλαια, να συμμετέχουν στη μία ή στην άλλη στρατιωτική ή πολιτική συμμαχία, να εμπλέκονται σε μικρούς ή μεγάλους ανταγωνισμούς, να κυριαρχούν μονοπώλια, ντόπια ή ξένα, στη εθνική τους οικονομία, ή να ασκούν πρακτικές υπερεκμετάλλευσης σε στρώματα της εργατικής τους τάξης. Είδαμε ήδη ότι ο τόπος που ασκείται μια ιμπεριαλιστική πρακτική δεν είναι συνήθως ο ίδιος με αυτόν όπου συσσωρεύεται το υπερκέρδος ή η πρόσοδος που προκύπτει από αυτήν. Ούτε υπάρχει παράδειγμα στο λενινιστικό έργο που να χρησιμοποιούνται τα πέντε χαρακτηριστικά του ορισμού του ιμπεριαλισμού ως κριτήρια κατάταξης των κρατών. Η κυριότερη αδυναμία, όμως, μια τέτοιας κατηγοριοποίησης είναι ότι ξεκινά από το όμοιο της ποιότητας όλων των κρατών, ως καπιταλιστικών, και αποδίδει μόνο ποσοτικές διαφορές, κατατάσσοντάς τα πχ στους «ορόφους» μιας «ιμπεριαλιστικής πυραμίδας»[91], ανάλογα με τους οποίους διαθέτουν διαφορετικούς «βαθμούς ελευθερίας»[92] για να κινηθούν στο διεθνή ανταγωνισμό.
Αντίθετα, εκκινώντας από το ότι το ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι ένα σύστημα αμοιβαίων σχέσεων κυριαρχίας, υποταγής, εκμετάλλευσης κοκ, και ότι εν τέλει τα κράτη ανταγωνίζονται μεταξύ τους, εκ μέρους των εθνικών συνολικών τους κεφαλαίων, με έπαθλο ένα μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής (υπερ)αξίας που παράγεται ανά τον κόσμο, η έμφαση πρέπει να δοθεί ακριβώς στις μεταξύ τους σχέσεις. Δηλ. το κριτήριο κατάταξης αφορά την σχετική ισχύ, τον αντικειμενικό συσχετισμό ισχύος, μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, και όχι τον έναν ή τον άλλον βαθμό που είναι αναπτυγμένος ο μονοπωλιακός καπιταλισμός στο εσωτερικό τους.
Ούτε, όμως, και η έννοια του «ιμπεριαλιστικού πλέγματος»103 μπορεί να αποδώσει την πραγματικότητα του ιμπεριαλιστικού συστήματος, επιμένοντας και αυτή σχολαστικά στη στοιχειώδη ομοιότητα της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των καπιταλιστικών κρατών («όλοι ανταγωνίζονται με - και αλληλο-εξαρτώνται από όλους»), χωρίς να προσφέρει ένα κριτήριο για τη διερεύνηση της θέσης της κάθε χώρας στο «πλέγμα» αυτό.
Εν τέλει, ισχυριζόμαστε ότι ισχύει και σήμερα ο διαχωρισμός της θέσης των κρατών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα σε δύο ποιοτικά διαφορετικές κατηγορίες: τις ιμπεριαλιστικές χώρες, κράτη καταπιεστικά και εκμεταλλευτικά στη διεθνή σφαίρα, και τις εξαρτημένες, ή εθνικά καταπιεζόμενες και εκμεταλλευόμενες. (Ωστόσο προσοχή: πρόκειται για διαφορετικές θέσεις των κρατών ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις, και όχι για διαφορετικά κράτη ως προς το περιεχόμενο της εσωτερικής τους ταξικής κυριαρχίας, εφόσον έχει ήδη κυριαρχήσει ο ΚΤΠ σχεδόν σε όλον τον κόσμο πλέον, δηλ. εκλείπουν γενικά οι προ-καπιταλιστικές αποικίες). Πρόκειται για διαλεκτικές κατηγορίες που διεισδύουν ουσιαστικά η μία μέσα στην άλλη: οι ιμπεριαλιστικές είναι τέτοιες διότι εκμεταλλεύονται και καταπιέζουν τις εξαρτημένες, οι οποίες είναι εξαρτημένες ακριβώς διότι υφίστανται αυτήν την εκμετάλλευση από τις ιμπεριαλιστικές δηλ. ο μεταξύ τους ανταγωνισμός για τη συνολική παραγόμενη παγκόσμια (υπερ)αξία αναπαράγει αμφότερες τις κατηγορίες. Ο ανταγωνισμός αυτός προσφέρει και ένα ποσοτικό μέτρο ως κριτήριο ταξινόμησης, με βάση το συνολικό ισοζύγιο (υπερ)αξίας στις συναλλαγές του κάθε κράτους με όλα τα υπόλοιπα. Η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου, προσεγγιστικά βέβαια με βάση την αστική στατιστική, πχ με βάση το καθαρό εισόδημα (net income)[93], επιβεβαιώνει ότι και σήμερα οι ιμπεριαλιστικές χώρες είναι «μια χούφτα» και εκμεταλλεύονται – στον έναν ή στον άλλο βαθμό- τον υπόλοιπο κόσμο πρόκειται, δηλ. λίγο – πολύ, για τις G7[94].
Φυσικά, πέρα από αυτό το μονοδιάστατο κριτήριο στη βάση του αποτελέσματος του διεθνούς ανταγωνισμού, μπορούν να αξιολογούνται και επιμέρους πλευρές, όπως η συσσώρευση κεφαλαίου και πνευματικής ιδιοκτησίας, η στρατιωτική ισχύς ανά τον κόσμο, η πρακτική καταπίεσης άλλων εθνοτήτων κοκ[95]. Άλλωστε, όπως γενικά συμβαίνει με τις κατηγορίες στη διαλεκτική λογική, εμφανίζονται στην πραγματικότητα όλες οι ενδιάμεσες ή και μεταβατικές[96] μορφές μεταξύ δύο αντίθετων πόλων. Αυτό σημαίνει ότι δεν αποκλείεται στην ιστορία η αλλαγή της θέσης μιας χώρας, ακόμη και το πέρασμα στην άλλη κατηγορία, αν και κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο, και πιθανόν απαιτεί έναν μεγάλο πόλεμο. Άλλωστε, μια απλή σύγκριση των σημερινών G7 με την κατά Λένιν «χούφτα»[97] των ιμπεριαλιστικών κρατών πριν από 100 χρόνια, δείχνει ότι είναι μάλλον σπάνιες στην ιστορία τέτοιες μεταβολές.
Επίσης, η διαβάθμιση αυτή κάθε άλλο παρά αποκαλύπτει πληθώρα «βαθμών ιμπεριαλιστικότητας». Πως θα μπορούσε, άλλωστε, ανάμεσα σε ένα σύνολο κάτω των 10 κρατών, εξαιρώντας, ίσως, τη …λενινιστική κατηγορία των «ιμπεριαλιστών-κουρελούδες»;! Επομένως, δεν έχει πραγματικό περιεχόμενο η έννοια του «υποϊμπεριαλισμού»91, η οποία προκύπτει από την ως άνω σχολιαστική εξέταση του ενός ή του άλλου «κριτηρίου». Αντίθετα, η διαβάθμιση αφορά κυρίως την πληθώρα των εξαρτημένων χωρών που ποικίλουν από χώρες με σχετική πολιτική, οικονομική, στρατιωτική ισχύ, και επομένως και εθνική ανεξαρτησία, ή ακόμη και περιφερειακές δυνάμεις, έως και σύγχρονες νέο-αποικίες, κράτη προτεκτοράτα κοκ. Μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα καπιταλιστικά κράτη που αντιστέκονται πολιτικά στον ιμπεριαλισμό, στον έναν ή στον άλλον βαθμό, και κάτω από διαφορετικές εσωτερικές συνθήκες της ταξικής πάλης, παρόλο που υφίστανται οικονομική εκμετάλλευση (Βενεζουέλα, Ιράν, Συρία κοκ).
Άλλωστε, από τη στιγμή που στον 20ό αιώνα εμφανίστηκαν οι πρώτες εργατικές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις, το σύστημα διακρατικών σχέσεων απέκτησε και μια άλλη- εξίσου ή και περισσότερο- σημαντική δυναμική: αυτήν της διαλεκτικής επανάστασης και αντεπανάστασης. Έτσι, μια άλλη ιδιαίτερη κατηγορία κρατών αποτελούν η Ρωσία και η Κίνα, χώρες που ενώ είναι επίσης οικονομικά εκμεταλλευόμενες, επωφελούνται από δεκαετίες ανεξάρτητης σοσιαλιστικής ανάπτυξης, της οποίας τα αποτελέσματα αντανακλώνται στις τεχνολογικές, βιομηχανικές και στρατιωτικές δυνατότητές τους. Σε συνδυασμό με το μεγάλο τους μέγεθος σε έκταση και πληθυσμό, αναδεικνύονται σε ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις, με δυνατότητες να συγκρούονται πολιτικά και στρατιωτικά με τις ιμπεριαλιστικές χώρες σε διεθνές επίπεδο, αλλά και να καταπιέζουν εθνότητες στο εσωτερικό τους ή και πιο αδύναμες χώρες στη περιφέρειά τους. Η Κίνα, δε, επιδεικνύει και έναν οικονομικό δυναμισμό, ο οποίος την αναδεικνύει σε υποψήφια χώρα για ανάδειξη σε νέα ιμπεριαλιστική δύναμη, μεσο- ή μακρο-πρόθεσμα, στο βαθμό, όμως, που θα ολοκληρώσει τη μετάβασή της στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αντίθετα, οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων κατατάσσονται στις εξαρτημένες και εκμεταλλευόμενες, κυρίως από το γερμανικό και γενικότερα ευρω-ενωσιακό μονοπωλιακό κεφάλαιο, και δείχνουν την τύχη της εθνικής καταπίεσης και πολυδιάσπασης που θα περίμενε -ή περιμένει στο μέλλον- πιθανότατα και τη Ρωσία και την Κίνα υπό την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού. Άλλες ενδιάμεσες μορφές που σχετίζονται με τη διαλεκτική επανάστασης – αντεπανάστασης, παρατηρούμε σε χώρες όπως η Ν. Κορέα και η Σιγκαπούρη, των οποίων η καπιταλιστική ανάπτυξη ευνοήθηκε μεταπολεμικά από στρατηγικές επιλογές του ιμπεριαλισμού, και αντίστοιχες κρατικο-μονοπωλιακές ρυθμίσεις, λόγω της γειτνίασής τους με σοσιαλιστικές χώρες (Κίνα, Β. Κορέα). Αυτό συνέβη και με τις ηττημένες ιμπεριαλιστικές χώρες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, που κατάφεραν να επανέλθουν στο ιμπεριαλιστικό στάτους με την ανοχή και υποστήριξη των -κατά τα άλλα- ανταγωνιστών τους.
10.                Η ιμπεριαλιστική εξάρτηση
Προκύπτει από τα παραπάνω, επομένως, ότι η έννοια της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης είναι αναπόσπαστο μέρος της θεωρίας του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού. Μπορούμε σε αυτό το σημείο να την συγκεκριμενοποιήσουμε ως προς τις παρακάτω πλευρές:
α. ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση: μεταφορά υπεραξίας από την εξαρτημένη στην ιμπεριαλιστική εθνική οικονομία στη βάση κυρίως μονοπωλιακών προσόδων (για τα μονοπώλια της ιμπεριαλιστικής) και υπερεκμετάλλευσης της εργασίας (για την εξαρτημένη),
β. ιμπεριαλιστική εθνική καταπίεση: το μονοπωλιακό κεφάλαιο της ιμπεριαλιστικής χώρας μετατρέπεται σε σημαντική ή και κυρίαρχη συνιστώσα του συνολικού κεφαλαίου της εξαρτημένης χώρας, επικαθορίζοντας σε αντίστοιχο βαθμό την κρατική κυριαρχία της εξαρτημένης χώρας,
γ. εξαρτημένη ανάπτυξη: η συσσώρευση του κεφαλαίου στην εξαρτημένη χώρα υποτάσσεται στον έναν ή στο άλλο βαθμό στις στρατηγικές ανάγκες της συσσώρευσης του μονοπωλιακού κεφαλαίου της ιμπεριαλιστικής χώρας[98], οδηγώντας άλλοτε σε καθυστερημένη και άλλοτε σε ταχύτερη ανάπτυξη στην εξαρτημένη χώρα, αλλά, σε κάθε περίπτωση, σε υποανάπτυξη σε σύγκριση με τις ιστορικές δυνατότητες που θα αντιστοιχούσαν σε μια ανεξάρτητη εθνική ανάπτυξη (πχ όσον αφορά την τεχνολογική πρόοδο),
δ. εξάρτηση ως προς την ταξική πάλη: η ιστορική εξέλιξη του εξαρτημένου κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, και ιδιαίτερα της ταξικής πάλης σε αυτόν, επικαθορίζεται από την ταξική πάλη στην ιμπεριαλιστική χώρα. Το ιμπεριαλιστικό κράτος συχνά προσπαθεί να εξάγει μια εγχώρια πολιτική κρίση αυξάνοντας την καταπίεση σε μια εξαρτημένη από αυτό χώρα (μόνο στο βαθμό, βέβαια, που αποσπά τη συναίνεση για κάτι τέτοιο από το εγχώριό του λαϊκό κίνημα). Σε συνδυασμό με τον αυξημένο βαθμό εκμετάλλευσης στην εξαρτημένη χώρα, συνήθως η ταξική πάλη είναι πιο οξυμένη σε αυτή, και το ξέσπασμα μιας αντι-ιμπεριαλιστικής ή και σοσιαλιστικής επανάστασης πιο εύκολο (βλ. θεωρία «αδύναμου κρίκου»). Επιπλέον, μια αντι-ιμπεριαλιστική ή και σοσιαλιστική επανάσταση στην εξαρτημένη χώρα θα κληθεί να συγκρουστεί και με το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο και το ιμπεριαλιστικό κράτος. Έτσι, για τους λαούς των εξαρτημένων χωρών αναδεικνύεται η πάλη για την εθνική ανεξαρτησία ως πλευρά του αντι-ιμπεριαλιστικού και αντι-μονοπωλιακού αγώνα. Μια επιτυχημένη επανάσταση στην εξαρτημένη χώρα συμβάλει στο επαναστατικό κίνημα στην ιμπεριαλιστική χώρα, αλλά δεν είναι ικανή να ταρακουνήσει την εξουσία της αστικής τάξης σε αυτήν. Αντιστρόφως, μια επανάσταση στην ιμπεριαλιστική χώρα μπορεί να διαδοθεί πιο εύκολα στην εξαρτημένη χώρα.
Συνοπτικά, η τέτοια κατηγοριοποίηση των καπιταλιστικών κρατών στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα προσδίδει μια δευτερεύουσα εθνική, πέραν της κύριας ταξικής, συνιστώσα στην κυρίαρχη αντίθεση του σύγχρονου καπιταλισμού. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς από τη στιγμή που το μονοπωλιακό κεφάλαιο τείνει να συσσωρεύεται στις ιμπεριαλιστικές χώρες, ενώ η υπερεκμεταλλευόμενη εργασία στις εκμεταλλευόμενες και αναπτυσσόμενες.
Περιττό να αναφέρουμε, μάλλον, σε ποια κατηγορία ανήκει η Ελλάδα, ένα κράτος ενδιάμεσης ανάπτυξης μεν, αλλά με ιστορία ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων στο εσωτερικό της, απαραίτητων για τη διατήρηση της εξουσίας της ντόπιας αστικής τάξης τουλάχιστον σε μια ιστορική συγκυρία (αναφερόμαστε στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο), με κυριαρχία του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου στους κυριότερους κλάδους της εθνικής της οικονομίας, μεταξύ των οποίων, πλέον, και στον τραπεζικό, με ιστορικό και σύγχρονη πραγματικότητα υψηλού εξωτερικού χρέους και χρεωκοπίας, με «δίδυμα ελλείμματα», με ενδιάμεση θέση στις διεθνείς παραγωγικές αλυσίδες και σχετικά χαμηλού επιπέδου τεχνολογία, με μια σειρά ξένων στρατιωτικών βάσεων στο έδαφός της και ανύπαρκτη εθνική αμυντική βιομηχανία, «γκριζαρισμένα» σύνορα με την επικύρωση του ιμπεριαλισμού, περιορισμένα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα στη βάση πολεμικών απειλών (casus beli), για την υπεράσπιση των οποίων η ντόπια αστική τάξη επαφίεται στους διεθνείς της προστάτες, κοκ… Από την άλλη, βέβαια, πρέπει να συνεκτιμάται και η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ, μια διεθνή, ιμπεριαλιστική διακρατική συμμαχία, εντός της οποίας, ταυτόχρονα με τους ανταγωνισμούς, τις σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, η σχετικά ελεύθερη κυκλοφορία της εργατικής δύναμης διατηρεί εντός κάποιων ορίων τις διαφορές στο βαθμό εκμετάλλευσής της.


V. Ιμπεριαλισμός/κρατικο-μονοπωλιακός καπιταλισμός και επί μέρους ιστορικές φάσεις

Εν τέλει, αναδεικνύονται ως κυρίαρχες τάσεις του σύγχρονου σταδίου του υπερώριμου καπιταλισμού η υπερεκμετάλλευση της εργασίας στη σφαίρα της παραγωγής, η επιτάχυνση της περιστροφής του κεφαλαίου αλλά και η διόγκωση των μη παραγωγικών (κυρίως χρηματοπιστωτικών) δραστηριοτήτων στη σφαίρα της κυκλοφορίας, και ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός για τον προσπορισμό προσόδων μέσω της κυριαρχίας επί τεχνολογικών και φυσικών μονοπωλίων. Οι τάσεις αυτές προκύπτουν ως αντιστάθμισμα της κρίσης του υπερώριμου ΚΤΠ με τη μορφή που προοικονομείται -σε κάποιο βαθμό- στο μαρξικό έργο (πτώση ποσοστού κέρδους λόγω αύξησης οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, κλιμάκωση της αντίφασης αξίας – αξίας χρήσης εντός του εμπορεύματος λόγω της υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο). Ταυτόχρονα, από τις εσωτερικές αυτές τάσεις του ΚΤΠ προκύπτουν τα γενικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού ή κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού, όπως περιγράφονται στο έργο του Λένιν[99] δηλ. η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού μονοπωλιακού κεφαλαίου στην οικονομία και στο κράτος, η συνεπαγόμενη επιβολή της κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης, τόσο εγχωρίως, όσο -και κυρίως- στη διεθνή σφαίρα, η δημιουργία διεθνούς αγοράς μέσω της εξαγωγής κεφαλαίου, και της επιβολής σε αυτήν ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας με τα χαρακτηριστικά που περιεγράφηκαν παραπάνω, στη βάση διακρατικών σχέσεων ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, υποταγής, και εκμετάλλευσης, με μία λέξη, εξάρτησης.
Σε αυτό το σημείο, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι η διαμόρφωση της διεθνούς αγοράς μέσω της εξαγωγής κεφαλαίων, μιας αγοράς που δεν είναι ενιαία, αλλά κατακερματίζεται κατά μήκος των κρατικών συνόρων, κυρίως όσον αφορά την κυκλοφορία της εργατικής δύναμης, συμβάλει στο να αναδειχθούν οι παραπάνω τάσεις σε κυρίαρχες τάσεις του σύγχρονου σταδίου του καπιταλισμού, παρόλο που υπήρχαν σε λανθάνουσα μορφή και στα προηγούμενα στάδια του ΚΤΠ. Ωστόσο, είδαμε ότι οι τάσεις αυτές έχουν τη βάση τους στην ίδια την καπιταλιστική παραγωγή, και όχι στην εξωτερική παρέμβαση του κράτους. Αρκεί η υπόθεση εργασίας μιας εναλλακτικής διεθνοποίησης της αγοράς, δηλ. χωρίς περιορισμούς στην μετανάστευση και χωρίς «πνευματική ιδιοκτησία», χωρίς την κυριαρχία του δολαρίου στη σφαίρα της κυκλοφορίας, χωρίς την κυριαρχία επί αγορών και φυσικών πόρων με χρήση της στρατιωτικής ισχύος, κοκ για να αναδειχθεί ένας καπιταλισμός εξαιρετικά ασταθής, ο οποίος αγγίζει επικίνδυνα γρήγορα τα εσωτερικά του όρια. Η σημερινή στασιμότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της παραγωγικότητας στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού είναι ενδεικτική επί αυτού[100].
                  Παρουσιάσαμε το περίγραμμα μιας θεωρίας περιοδολόγησης του καπιταλισμού, η οποία βασίζεται στην ενότητα από τη μια της συστηματικής λογικής του ώριμου ΚΤΠ, δηλ. της διευρυμένης κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής, και από την άλλη της ιστορικής εξέτασης της εμφάνισης, κυριαρχίας και εν τέλει παρακμής της εμπορευματικής παραγωγής, αλλά πάντα από την οπτική του ώριμου ΚΤΠ. Μια τέτοια θεωρία μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε την απλή και εκ των υστέρων διαπίστωση διαφορετικών σταδίων στην ιστορική εξέλιξη του ΚΤΠ, όταν η σχετική μετάβαση έχει ήδη συντελεστεί, στη βάση μιας λίστας κριτηρίων περιοδολόγησης, έστω και ιεραρχημένων, απουσία της εσωτερικής τους σύνδεσης.
Για παράδειγμα, μας επιτρέπει να διακρίνουμε τη γενική νομοτελειακή κατεύθυνση της ιστορικής ανάπτυξης του ΚΤΠ από επιμέρους φάσεις ή υποστάδια τα οποία ερμηνεύονται ως περαιτέρω εμβάθυνση των χαρακτηριστικών του σημερινού σταδίου[101]. Κατά την προοδευτική μεταβατική φάση του ΚΤΠ, όταν το κεφάλαιο επεκτεινόταν κυρίαρχα κατά το εξωτερικό του όριο, διακρίναμε τρία διακριτά στάδια, όπου -σχηματικά- κυριαρχούσαν οι τάσεις της πρωταρχικής συσσώρευσης (κατά τη διαμόρφωση των ιστορικών προϋποθέσεων για την εμφάνιση του ΚΤΠ), της απόλυτης υπεραξίας (τυπική υπαγωγή εργασίας ως πρωταρχική εμφάνιση του ΚΤΠ), και τελικά της σχετικής υπεραξίας (πραγματική υπαγωγή εργασίας ως διαμόρφωση της ιδιαίτερης ουσίας του ΚΤΠ). Αντίστοιχα, στο στάδιο της ωριμότητας του ΚΤΠ, όταν κυρίαρχη πραγματικότητα, και όχι τάση πλέον, αποτελεί η σχετική υπεραξία, και η επέκταση κατά το εσωτερικό όριο του κεφαλαίου, διακρίνουμε ένα ιστορικό σημείο καμπής: αναδεικνύονται η υπερεκμετάλλευση της εργασίας και η μονοπωλιακή πρόσοδος, διά της αντίστοιχης κρατικο-μονοπωλιακής ρύθμισης, ως κυρίαρχες τάσεις του ΚΤΠ και ως τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλιστικού σταδίου, σε απάντηση της αδυναμίας του κεφαλαίου να υπάγει πραγματικά την επιστημονική εργασία, και των προβλημάτων αξιοποίησης που θέτει ο αυτοματισμός στην καπιταλιστική παραγωγή (άνοδος της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους), δηλ. σε απάντηση της κρίσης της σχετικής υπεραξίας. Είδαμε ότι αυτές οι τάσεις εμφανίζονται με διαφορετικές μορφές στην αρχική φάση του ιμπεριαλιστικού σταδίου (τεχνολογικό μονοπώλιο, απόσπαση υπερκέρδους κυρίως στη σφαίρα της κυκλοφορίας διά της άνισης ανταλλαγής με την ευρεία, αλλά και την στενή έννοια), από ότι στη σημερινή ύστερή του φάση (εμπορευματοποίηση επιστήμης ως πλασματικό κεφάλαιο, απόσπαση υπερκέρδους απευθείας στη σφαίρα της παραγωγής μέσω της διεθνοποιημένης της διάρθρωσης). Η ουσιαστική αλλαγή στον ΚΤΠ, όμως, και στις δύο φάσεις, προέρχεται από την επανάκαμψη της εξω-οικονομικής, πολιτικής, κρατικής βίας στις παραγωγικές σχέσεις, η οποία καταργεί την τυπική ισότητα και ελευθερία των παραγωγών, επιβάλλει περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης, επιτρέπει την παρέκκλιση από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, και καταλήγει στην υπερεκμετάλλευση της εργασίας, αντιφάσκοντας με την ίδια την ουσία του ΚΤΠ.
Άλλες φορές, οι διαφορετικές φάσεις είναι περισσότερο συγκυριακού χαρακτήρα, πχ σχετίζονται με τη φάση του κύκλου της καπιταλιστικής παραγωγής (άνοδος, ύφεση, στασιμότητα, κρίση κοκ)[102], και των, -σε κάποιο βαθμό- εξαρτώμενων από αυτήν, συνθηκών της ταξικής πάλης (όξυνση, υποχώρηση, ειρήνη, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, επανάσταση, αντεπανάσταση κοκ)[103]. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ σήμερα η κυρίαρχη τάση είναι η κρατικο-μονοπωλιακή ρύθμιση, τόσο στην εθνική οικονομία, όσο και στη διεθνή αγορά, αλλά και η επέκταση και εμβάθυνση της τελευταίας, μπορούμε να διακρίνουμε επί μέρους φάσεις φιλελευθεροποίησης ή διεθνούς προστατευτισμού, όπως και φάσεις που το κράτος αναλαμβάνει πιο άμεσο ρόλο στην καπιταλιστική παραγωγή, αναλαμβάνοντας μέρος της με τη μορφή του κρατικού μονοπωλίου, ή άλλες που αποτραβιέται από αυτήν και επιτρέπει την περαιτέρω επέκταση της δραστηριότητας του μονοπωλιακού κεφαλαίου προς άγραν προσόδων. Παρομοίως, παρατηρούνται φάσεις που κυριαρχεί η ηγεμονία μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης (πχ των ΗΠΑ και παλιότερα του Ηνωμένου Βασιλείου), ή η συνεργασία ή «ολοκλήρωση» μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την εκμετάλλευση του υπόλοιπου κόσμου, έναντι των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, και άλλες που οι τάσεις αυτές αντιστρέφονται και επανεκκινεί με νέα ορμή η διαπάλη για το «(ξανα)μοίρασμα» του κόσμου. Μάλιστα, εντοπίζεται μια σχετική απολυτοποίηση της μιας ή της άλλης από τις παραπάνω φάσεις, στη θεωρία του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού»[104], η οποία μάλλον διαψεύδεται από τις εξελίξεις μετά την κρίση του 2008. Επιπλέον, η ανάδειξη των σοσιαλιστικών κρατών που εξαίρεσε προσωρινά μεγάλο μέρος του κόσμου από την καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, και τελικά η αντεπαναστατική ανατροπή τους, η οποία προσθέτει τεράστια αποθέματα φτηνής ζωντανής εργασίας προς εκμετάλλευση από το κεφάλαιο, αλλά και οι συγκυρίες των δύο παγκοσμίων πολέμων, η λειτουργία τους ως προσωρινή εκτόνωση της καπιταλιστικής κρίσης, οδηγώντας σε 2-3 δεκαετίες ταχύρρυθμης μεταπολεμικής ανάπτυξης, έδωσαν συγκεκριμένη ιστορική μορφή, αρχικά στην εμφάνιση, και στη συνέχεια εμβάθυνση ή ωρίμανση του ιμπεριαλιστικού σταδίου.
Συνεπώς, υποστηρίζουμε ότι ο 20ός αιώνας ήταν στο σύνολό του ο αιώνας της μετάβασης του ώριμου καπιταλισμού στο αντιδραστικό, υπερώριμο στάδιό του, αυτό που επικράτησε ιστορικά να ονομάζεται -στη βάση του λενινιστικού έργου- ως ιμπεριαλισμός ή κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός. Οι δύο παγκόσμιοι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, το ξέσπασμα και διάδοση των πρώτων (ή και πρώιμων) σοσιαλιστικών επαναστάσεων, η κυριαρχία του ΚΤΠ στο σύνολο, σχεδόν, της υφηλίου και η διαμόρφωση της διεθνούς αγοράς ως καπιταλιστικής, αλλά και οι μεταβολές στο ρόλο του κράτους εσωτερικά του ΚΤΠ (ιδιαίτερα η θεσμοθέτηση εμποδίων στην μετανάστευση και η κατοχύρωση πνευματικής ιδιοκτησίας) υποστηρίζουν την άποψη αυτή, και εξηγούνται με βάση τη θεωρία περιοδολόγησης, και ταυτόχρονα θεωρία της πολιτικής οικονομίας του σταδίου αυτού, που σκιαγραφήσαμε στο παρόν κείμενο εργασίας. Το στάδιο αυτό, λόγω της θέσης του στην ανάπτυξη του ΚΤΠ, δεν μπορεί παρά να αποτελεί το τελευταίο, ανώτατο στάδιο της ιστορίας του, στο οποίο έχουν υπερωριμάσει οι αντικειμενικές συνθήκες για την επαναστατική του υπέρβαση[105].


[1] Ο ιμπεριαλισμός. Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού. Β.Ι. Λένιν. Σύγχρονη Εποχή. 2009.
Λένιν: Για τον ιμπεριαλισμό και τους ιμπεριαλιστές. Β.Ι. Λένιν. Εκδόσεις ΠρογκρέςΣύγχρονη Εποχή. 1987.
The City. London and the Global Power of Finance. Tony Norfield, Verso, 2016.
[7] Βλ. την ανασκόπηση της εν λόγω συνεδρίας στο ιστολόγιο του Michael Roberts, όπου υπάρχουν και σύνδεσμοι στις εισηγήσεις.
[9] «Κατά την γνώμη μας, η περιοδολόγηση του καπιταλισμού πρέπει να διεξαχθεί στο επίπεδο του κοινωνικού τρόπου παραγωγής και μέσα στα πλαίσια της γενικής θεωρίας του. Κάθε ταξικός τρόπος παραγωγής συγκροτείται πάνω σε ένα σύνολο ταξικών σχέσεων παραγωγής, οι οποίες συνδέονται με τις έμμεσα μόνο ταξικά-επηρεαζόμενες δυνάμεις παραγωγής. Οι τρόποι παραγωγής διακρίνονται ανάλογα με τις θεμελιακές σχέσεις κατοχής και ελέγχου της κοινωνικής παραγωγής μεταξύ παραγουσών και μη-παραγουσών τάξεων (όχι απλά στο νομική τύπο τους αλλά στην ουσιαστική διάσταση τους). Τα στάδια σε κάθε τρόπο παραγωγής βασίζονται στους μετασχηματισμούς και στους προκύπτοντες ειδικούς τύπους των βασικών σχέσεων κατοχής και ελέγχου. Συνεπώς, το κριτήριο περιοδολόγησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι οι μετασχηματισμοί στις διαδικασίες παραγωγής και ιδιοποίησης υπεραξίας. Αυτοί αφορούν κατ’ εξοχήν, αλλά όχι μόνο, την σφαίρα της παραγωγής και την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία σε αυτήν. Επιπλέον – επειδή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής συγκροτείται, κατ’ αρχήν, ως ένα σύστημα ανεξάρτητων ιδιωτικών κεφαλαίων σε ανταγωνισμό μεταξύ τους – συνδέονται στενά με τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Ο καπιταλισμός εμφανίζεται ως ενιαίο σύστημα στην σφαίρα της ανταλλαγής μέσω της ανταλλαγής των προϊόντων των κατά τα άλλα ανεξάρτητων μονάδων παραγωγής μεταξύ τους. Επομένως, η θεμελιακή σχέση του – η σχέση εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας στην παραγωγή και η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας – εκφράζεται και επικυρώνεται στην ανταλλαγή ως ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων. Η ταξική πάλη είναι παρούσα σε όλο το εύρος του πεδίου αυτού και είναι αυτή που κινητοποιεί είτε μετασχηματισμούς του συστήματος είτε την ανατροπή του. Οι πολιτικές μορφές είναι απότοκοι, με σχετικούς βαθμούς ελευθερίας, των μετασχηματισμών της σχέσης-κεφάλαιο.»
στο ως άνω Ιωαννίδης & Μαυρουδέας (2011).
[10] «Η δεύτερη [ένσταση] σχετίζεται με το αν μπορεί να υπάρξει περιοδολόγηση σε επίπεδο τρόπου παραγωγής. Θα απαντήσουμε, πολύ συνοπτικά, πως αυτό είναι αδύνατο γιατί ο τρόπος παραγωγής αποτελεί μια ιδεοτυπική κατάσταση, ένα αναλυτικό εργαλείο σε υψηλότατο επίπεδο αφαίρεσης, που στην «καθαρή» του μορφή δεν μπορεί να υπάρξει στα πλαίσια κάποιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας»
Βλ. για πιο αναλυτικά Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση, Γιάννης Μηλιός & Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Εκδόσεις νήσος, 2011. Για την κριτική της άποψης αυτής βλ. το ως άνω Ιωαννίδης & Μαυρουδέας (2011), αλλά και το παρακάτω απόσπασμα από το Κεφάλαιο 1 Νόμοι κίνησης κι ιστορία του κεφαλαίου, σελ. 11-13 του  Ο Ύστερος Καπιταλισμός. Ο ιμπεριαλισμός στην τελική του φάση, Ερνστ Μάντελ, μετ.-επιμ. Κ. Χατζηαργύρης, Εκδόσεις Gutenberg:
«Γίνεται εδώ εμφανής η διαφορά με τις αντιλήψεις του Αλτυσέρ και της σχολής του Αλτυσέρ. Δεν επιδιώκεται μια ‘ιστορίζουσα’ τροποποίηση του μαρξισμού, ούτε και ζητείται να αμφισβητηθεί ο ειδικός στόχος του ΄Κεφαλαίου΄(η δομή και οι νόμοι εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κι ασφαλώς όχι οι γενικοί νόμοι της οικονομικής δραστηριότητας των ανθρώπων), μα ζητείται η διαλεκτική του αφηρημένου και του συγκεκριμένου να γίνει αντιληπτή και σα διαλεκτική της πραγματικής ιστορίας και να μη μείνει μονάχα στο πλάνο της ‘θεωρητικής παραγωγής’. Κατά τ’ άλλα, ο στόχος είναι να συνδέσουμε τη διαλεκτική του αφηρημένου και του συγκεκριμένου με τη διαλεκτική σχέση θεωρίας κι εμπειρίας, ώστε η ‘θεωρητική παραγωγή’ να μην απομονωθεί από την ‘επαλήθευση μέσω των δεδομένων’, δηλαδή από την πραγματική ιστορική κίνηση. […]»
[12] «Οι μετασχηματισμοί στις διαδικασίες παραγωγής και ιδιοποίησης υπεραξίας βασίζονται, κατ’ αρχήν, σε αλλαγές στην διαδικασία εργασίας και αποτελούν νέους συνδυασμούς σχετικής και απόλυτης υπεραξίας. Πολλές θεωρίες […] διέκριναν καπιταλιστικές περιόδους υποστηρίζοντας ότι στην πρώτη κυριαρχεί η απόλυτη και στην δεύτερη η σχετική υπεραξία. Πρόκειται για μία θεωρητικά […] και εμπειρικά […] εσφαλμένη τοποθέτηση. Ο καπιταλισμός, με εξαίρεση την αρχική φάση κυοφορίας του που αποτελεί εποχή μετάβασης και όχι περίοδο του καπιταλισμού – χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της σχετικής υπεραξίας. Αυτό που αλλάζει από στάδιο σε στάδιο είναι η ισορροπία μεταξύ απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, πάντα όμως υπό την ηγεμονία της δεύτερης.»
Στο ως άνω Ιωαννίδης & Μαυρουδέας (2011).
[13] «Στο μεταξύ έχει αποβεί κοινοτοπία πως οι νόμοι κίνησης του καπιταλισμού, που επισήμανε ο Μαρξ, είναι προϊόν μιας διαλεχτικής ανάλυσης που προχωρεί από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο […] Μα παραγνωρίζεται ο όλος πλούτος της μεθόδου τούτης του Μαρξ, όταν την περιορίζουμε στην άνοδο από το ‘αφηρημένο στο συγκεκριμένο’. Πρώτο, παραβλέπεται έτσι πως για το Μαρξ το συγκεκριμένο αποτελεί τόσο το ‘πραγματικό σημείο ξεκινήματος’ όσο και το στόχο της διαδικασίας της γνώσης, που τη θεωρεί σαν κάτι το ενεργό και πραχτικό, σαν την ‘αναπαραγωγή του συγκεκριμένου μέσω της σκέψης’. Κατά δεύτερο λόγο λησμονούν πως στην ‘άνοδο από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο’ (όπως την έχει περιγράψει ο Λένιν) προηγήθηκε μια άνοδος από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο. […] Τρίτο, καταστρέφεται έτσι η ενότητα και των δύο διαδικασιών, της αναλυτικής και της συνθετικής. […] Τέταρτο, τέλος, η πετυχημένη αναπαραγωγή της συγκεκριμένης ολότητας αποχτά αποδειχτική δύναμη μονάχα με την πραχτική εφαρμογή της, κι αυτό σημαίνει ανάμεσα στ’ άλλα – όπως και τονίζει ρητά ο  Λένιν- πως επιβάλλεται να πραγματοποιηθεί στο κάθε βήμα της ανάλυσης ‘ένας έλεγχος με βάση τα δεδομένα, δηλαδή την πράξη’. Με βάση τα παραπάνω, και για να αναφερθούμε ξανά στο Λένιν, η μαρξιστική διαλεκτική εξυπακούει ‘μια διπλή ανάλυση, παραγωγική, αλλά κι επαγωγική, λογική αφενός κι ιστορική αφετέρου’. Αποτελεί την ενότητα των δύο τούτων μεθόδων. Κι εφόσον η επαγωγική ανάλυση δεν μπορεί παρά να είναι ιστορικοεπαγωγική, αφού για το Μαρξ όλες οι σχέσεις είναι πάντοτε ιστορικά καθορισμένες σχέσεις, έχουμε στη διαλεκτική αυτή μιαν ενότητα θεωρίας κι ιστορικής εμπειρίας.»
απόσπασμα από το Κεφάλαιο 1 Νόμοι κίνησης κι ιστορία του κεφαλαίου, σελ. 11-13 στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[14] «Η εργασιακή διαδικασία γίνεται το όργανο της διαδικασίας αξιοποίησης, της διαδικασίας της αυτο-αξιοποίησης του κεφαλαίου – της διαδικασίας της παραγωγής υπεραξίας. Η εργασιακή διαδικασία υπάγεται στο κεφάλαιο (είναι διαδικασία του ιδίου του κεφαλαίου) και ο καπιταλιστής και ο καπιταλιστής εισέρχεται στη διαδικασία ως ο μαέστρος της, ο διευθυντής της• γι’ αυτόν είναι ταυτόχρονα άμεσα μια διαδικασία εκμετάλλευσης ξένης εργασίας. Την ονομάζω αυτήν τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. […] Παρ 'όλα αυτά, η αναφερόμενη αλλαγή δεν σημαίνει ότι από την αρχή αρχίζει μια ουσιαστική αλλαγή στον πραγματικό τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η εργασιακή διαδικασία, στην πραγματική παραγωγική διαδικασία. Αντίθετα, είναι στη φύση του θέματος ότι όπου λαμβάνει χώρα η υπαγωγή της εργασιακής διαδικασίας υπό το κεφάλαιο, αυτό συμβαίνει στη βάση μιας υπάρχουσας εργασιακής διαδικασίας, η οποία βρισκόταν εκεί πριν από την υπαγωγή της στο κεφάλαιο, και σχηματίστηκε στη βάση διαφόρων προηγούμενων διαδικασιών παραγωγής και άλλων συνθηκών παραγωγής. Έτσι, το κεφάλαιο υπάγει μια δεδομένη, υπάρχουσα εργασιακή διαδικασία, όπως η χειροτεχνία, ο τρόπος γεωργίας που αντιστοιχεί στην ανεξάρτητη αγροτική καλλιέργεια μικρής κλίμακας. […] Εάν […] η βάση είναι ένας υφιστάμενος τρόπος εργασίας, κι επομένως ένα δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και ένας τρόπος εργασίας που αντιστοιχεί σε αυτήν την παραγωγική δύναμη, η υπεραξία μπορεί να παραχθεί μόνο με την επιμήκυνση του χρόνου εργασίας, ως εκ τούτου διά της απόλυτης υπεραξίας. Επομένως, όπου είναι αυτή η μόνη μορφή παραγωγής υπεραξίας, έχουμε την τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.»
από την παράγραφο Τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, του Kεφαλαίου 6 Η άμεση παραγωγική διαδικασία του Παραρτήματος 2 Καπιταλιστική παραγωγή ως η παραγωγή υπεραξίας, των Οικονομικών χειρογράφων του Καρλ Μαρξ 1861-1864, μετ. Δ. Περδίκης από τα αγγλικά στην ιστοσελίδα marxists.org.
[15] «Οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας, ή οι παραγωγικές δυνάμεις της άμεσης κοινωνικής, κοινωνικοποιημένης (κοινής) εργασίας, αναπτύσσονται μέσω της συνεργασίας, μέσω του καταμερισμού της εργασίας στο εργαστήριο, της χρήσης μηχανημάτων, και γενικά μέσω του μετασχηματισμού της παραγωγικής διαδικασίας σε μια συνειδητή εφαρμογή των φυσικών επιστημών, της μηχανικής, της χημείας, κ.λπ., για συγκεκριμένους σκοπούς, την τεχνολογία κ.λπ., καθώς και με την εργασία σε μεγάλη κλίμακα, η οποία αντιστοιχεί σε όλες αυτές τις προόδους κ.λπ. […] Αυτή η εξέλιξη της παραγωγικής δύναμης της κοινωνικοποιημένης εργασίας, σε αντίθεση με την κατά το μάλλον ή ήττον απομονωμένη εργασία του ατόμου κλπ., και, παράλληλα με αυτήν, η εφαρμογή της επιστήμης, το γενικό αυτό προϊόν της κοινωνικής ανάπτυξης, στην άμεση παραγωγική διαδικασία, έχει την εμφάνιση μιας παραγωγικής δύναμης του κεφαλαίου, όχι της εργασίας, ή εμφανίζεται μόνο ως παραγωγική δύναμη της εργασίας, εφόσον αυτή είναι πανομοιότυπη με το κεφάλαιο, και σε κάθε περίπτωση δεν εμφανίζεται ως παραγωγική δύναμη ούτε του ατομικού εργαζομένου ούτε των εργαζομένων που συνδυάζονται μαζί κατά τη διαδικασία παραγωγής. Η μυστικοποίηση που έγκειται στην σχέση-κεφάλαιο γενικά είναι πλέον πολύ πιο ανεπτυγμένη από ό, τι ήταν, ή θα μπορούσε να είναι, στην περίπτωση της απλά τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Από την άλλη πλευρά, η ιστορική σημασία της καπιταλιστικής παραγωγής αναδεύεται πρώτα εδώ με εντυπωσιακό τρόπο (και συγκεκριμένα), ακριβώς μέσω της μεταμόρφωσης της ίδιας της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας και της ανάπτυξης των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας […] Ακριβώς όπως η παραγωγή της απόλυτης υπεραξίας μπορεί να θεωρηθεί ως η υλική έκφραση της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, έτσι και η παραγωγή σχετικής υπεραξίας μπορεί να θεωρηθεί ως αυτή της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, εάν η καθεμιά από τις δύο μορφές υπεραξίας - απόλυτη και σχετική - θεωρείται για τον εαυτό της, στην ξεχωριστή ύπαρξή της, και η απόλυτη υπεραξία πάντοτε προηγείται της σχετικής - μπορούμε να πούμε ότι δύο ξεχωριστές μορφές της υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, ή δύο ξεχωριστές μορφές καπιταλιστικής παραγωγής, αντιστοιχούν στις δύο μορφές υπεραξίας. Η πρώτη μορφή παραγωγής αποτελεί πάντα την προκάτοχο της δεύτερης, παρόλο που η δεύτερη, η οποία είναι η πιο αναπτυγμένη μορφή, μπορεί με τη σειρά της να αποτελέσει τη βάση για την εισαγωγή της πρώτης σε νέους κλάδους παραγωγής.»
από την παράγραφο Η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο ή ο ειδικά καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, από την ως άνω πηγή της σημείωσης 17.
[16] Βλ. Κεφάλαια 11 – 13 στον 1ο Τόμο του Κεφαλαίου του Καρλ Μαρξ, Εκδόσεις ΚΨΜ, 2016, μετ. Θ. Γκιούρας.
[18] Σχετικά με την ιστορική ανάδυση του ελεύθερου ανταγωνισμού ως ουσιαστικής σχέσης μεταξύ των ατομικών κεφαλαίων στον ΚΤΠ μέσα από τους προ-καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, αλλά και στη συνέχεια την προοικονομία της άρνησής του κατά το στάδιο της προχωρημένης ωριμότητας του ΚΤΠ, βλ. το απόσπασμα για τον ανταγωνισμό, στο Καρλ Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας [Grundrisse], τόμ. Β΄, προλ.-μτφρ.-σημ. Διονύσης Διβάρης, Στοχαστής, Αθήνα 1990, σσ. 497-499:
«Ο ανταγωνισμός, […] εμφανίζεται ιστορικά σαν διάλυση του συντεχνιακού καταναγκασμού, της κυβερνητικής ρύθμισης, των εσωτερικών δασμών και παρόμοιων μέτρων στο εσωτερικό μιας χώρας, και στην παγκόσμια αγορά σαν άρση της απομόνωσης, απαγόρευσης ή προστατευτισμού – μ΄ένα λόγο, […] εμφανίζεται ιστορικά σαν άρνηση των ορίων και φραγμών που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες από το κεφάλαιο παραγωγικές βαθμίδες […] Τα όρια αυτά έγιναν φραγμοί μονάχα όταν οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις συναλλαγής είχαν αναπτυχθεί αρκετά ώστε το κεφάλαιο σαν τέτοιο να μπορεί να προβάλει σαν ρυθμιστική αρχή της παραγωγής. […] Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η σχέση του κεφαλαίου προς τον εαυτό του σαν ένα άλλο κεφάλαιο, δηλαδή η πραγματική συμπεριφορά του κεφαλαίου σαν κεφαλαίου. Οι εσωτερικοί νόμοι του κεφαλαίου – που στα ιστορικά προστάδια της εξέλιξής του εμφανίζονται μόνο σαν τάσεις -τοποθετούνται τώρα σαν νόμοι• η παραγωγή που βασίζεται στο κεφάλαιο τοποθετείται στις επαρκείς της μορφές μόνο στο βαθμό και στο μέτρο που αναπτύσσεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός, γιατί αυτός είναι η ελεύθερη ανάπτυξη του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο• η ελεύθερη ανάπτυξη των όρων και της διαδικασίας του κεφαλαίου, σαν διαδικασίας που ολοένα αναπαράγει αυτούς τους όρους. […] Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η πραγματική ανάπτυξη του κεφαλαίου. Αυτός τοποθετεί σαν εξωτερική αναγκαιότητα για το ατομικό κεφάλαιο αυτό που ανταποκρίνεται στη φύση του κεφαλαίου, στο τρόπο παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο, αυτό που ανταποκρίνεται στην έννοια του κεφαλαίου. […] Η κυριαρχία του κεφαλαίου είναι η προϋπόθεση του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως ακριβώς η ρωμαϊκή δεσποτεία είταν η προϋπόθεση του ελεύθερου ρωμαϊκού «ιδιωτικού δικαίου». Όσο το κεφάλαιο είναι αδύναμο αναζητά ακόμα μόνο του τα δεκανίκια προηγούμενων τρόπων παραγωγής – ή εκείνων που καταστρέφονται με τη δική του εμφάνιση. Μόλις αισθανθεί ισχυρό πετά τα δεκανίκια και κινείται σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Μόλις αρχίσει να αισθάνεται και να συνειδητοποιεί τον εαυτό του σαν φραγμό της εξέλιξης, καταφεύγει σε μορφές που ενώ φαίνονται να ολοκληρώνουν την κυριαρχία του κεφαλαίου, περιορίζοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό, είναι ταυτόχρονα προάγγελοι της διάλυσής του και της διάλυσης του τρόπου παραγωγής που βασίζεται σ’ αυτό.»
[19] Αντιγράφουμε, σχετικά, από την ως άνω μετάφραση του άρθρου του Αντι Χιγκινμπότομ (2012):
«Στην συζήτηση του Μαρξ για την εμπορευματική μορφή της αξίας, την ανταλλακτική αξία, σχολιάζει ότι ο Αριστοτέλης είχε καταλάβει ότι τα εμπορεύματα πρέπει να έχουν μια ποιότητα που να τα καθιστά ανταλλάξιμα, ”μια εσωτερική ενότητα των δύο πραγμάτων αντί της αφηρημένης ταυτότητας τους” όπως το θέτει ο Ιλιένκοφ […]. Αλλά, χωρίς την έννοια της αξίας, ο Αριστοτέλης έφτασε σε τέλμα στην ανάλυσή του ποια θα ήταν αυτή η εσωτερική ενότητα. Ο Μαρξ εξηγεί γιατί ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε παρά να σταματήσει στο συγκεκριμένο σημείο:
”επειδή η ελληνική κοινωνία στηρίζονταν στην εργασία των δούλων και επομένως είχε σαν φυσική της βάση την ανισότητα των ανθρώπων και των εργασιακών τους δυνάμεων. Το μυστικό της έκφρασης της αξίας, η ισότητα και το ισάξιο όλων των εργασιών - επειδή είναι και εφόσον είναι ανθρώπινη εργασία γενικά – μπορεί ν’ αποκρυπτογραφηθεί μόνο όταν η έννοια της ισότητας των ανθρώπων αποχτήσει πια τη σταθερότητα λαϊκής πρόληψης. Αυτό όμως είναι δυνατό μόνο σε μια κοινωνία, όπου η μορφή του εμπορεύματος είναι η γενική μορφή του προϊόντος εργασίας, επομένως και η σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους σαν κατόχων εμπορευμάτων είναι η κυρίαρχη κοινωνική σχέση” […]»
[20]  Βλ. ως άνω Διαστάσεις του Ιμπεριαλισμού του Δολαρίου, Τόνι Νόρφιλντ.
[21] «Ο ιμπεριαλισμός εμφανίστηκε σαν παραπέρα ανάπτυξη και άμεση συνέχιση των βασικών ιδιοτήτων του καπιταλισμού γενικά. Ο καπιταλισμός όμως έγινε καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός μόνο σε ορισμένη, πολύ υψηλή βαθμίδα της ανάπτυξής του, όταν μερικές βασικές ιδιότητες του καπιταλισμού άρχισαν να μετατρέπονται στο αντίθετό τους, όταν διαμορφώθηκαν και φανερώθηκαν σ ‘ολη τη γραμμή τα χαρακτηριστικά της μεταβατικής εποχής από τον καπιταλισμό σ’ ένα ανώτερο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς.»
στο Κεφάλαιο VII. Ο Ιμπεριαλισμός, ιδιαίτερο στάδιο του καπιταλισμού, σελ. 102, στο ως άνω Λένιν (2009).
[22] «Με την προοδεύουσα σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου έναντι του σταθερού, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δημιουργεί μια αυξανόμενη υψηλότερη οργανική σύνθεση του συνολικού κεφαλαίου, άμεση συνέπεια της οποίας είναι, το ποσοστό της υπεραξίας να εκφράζεται με ένα σταθερό μειωνόμενο γενικό ποσοστό κέρδους με αμετάβλητο, ακόμα και με ανερχόμενο τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασείας. (Θα δείξουμε πιο κάτω γιατί αυτή η μείωση δεν εκδηλώνεται μ’ αυτή την απόλυτη μορφή, αλλά περισσότερο σαν τάση για προοδευτική πτώση). Η αυξανόμενη τάση του γενικού ποσοστού κέρδους να πέφτει, αποτελεί λοιπόν απλώς μια έκφραση, που προσιδιάζει στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, στη συνεχιζόμενης ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας.»
στο Κεφάλαιο 13. Ο νόμος σαν τέτοιος, 3ος Τόμος του «Κεφαλαίου», Καρλ Μαρξ, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1978, μετ. Π. Μαυρομμάτης, σελ. 269.
«Αυτός ο νόμος, και είναι ο πιο σημαντικός νόμος της πολιτικής οικονομίας, είναι ότι το ποσοστό κέρδους έχει μια τάση να μειώνεται με την πρόοδο της καπιταλιστικής παραγωγής
[24] «[…] Η ανάπτυξη ωστόσο των μηχανημάτων σ' αυτή την κατεύθυνση παρουσιάζεται μόνο όταν η μεγάλη βιομηχανία έχει ήδη φτάσει σε ανώτερη βαθμίδα και όλες οι επιστήμες έχουν αιχμαλωτιστεί στην υπηρεσία του κεφαλαίου• κι από την άλλη μεριά, όταν τα ίδια τα διαθέσιμα μηχανήματα ήδη προσφέρουν μεγάλους πόρους. Τότε η εφεύρεση γίνεται επιχείρηση, και η εφαρμογή της επιστήμης στην ίδια την άμεση παραγωγή γίνεται σκοπιά που την καθορίζει και την παρακινεί. […] Η ανταλλαγή ζωντανής με αντικειμενοποιημένη εργασία, δηλαδή η τοποθέτηση της κοινωνικής εργασίας στη μορφή της αντίθεσης κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας, είναι η τελευταία ανάπτυξη της αξιακής σχέσης και της παραγωγής που βασίζεται στην αξία. Προϋπόθεσή της είναι και παραμένει: η μάζα άμεσου χρόνου εργασίας, η ποσότητα καταβλημένης εργασίας να αποτελεί τον αποφασιστικό παράγοντα στην παραγωγή του πλούτου. Όμως στο μέτρο που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η δημιουργία του πραγματικού πλούτου ολοένα λιγότερο εξαρτιέται από τον χρόνο εργασίας και την ποσότητα καταβλημένης εργασίας• ολοένα περισσότερο από τη δύναμη των υλικών παραγόντων που κινητοποιούνται στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου• και η δύναμη αυτή -η ισχυρή τους αποτελεσματικότητα- δεν βρίσκεται σε καμιά σχέση προς τον άμεσο χρόνο εργασίας που κοστίζει η παραγωγή τους, αλλά αντίθετα εξαρτιέται από τη γενική κατάσταση της επιστήμης και την πρόοδο της τεχνολογίας, δηλαδή λόγω της εφαρμογής αυτής της επιστήμης στην παραγωγή.[…] Αντίθετα, ο πραγματικός πλούτος εκδηλώνεται -κι αυτό είναι το σημάδι της μεγάλης βιομηχανίας- στην τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στον καταβλημένο χρόνο εργασίας και το προϊόν του, όπως και στην ποιοτική δυσαναλογία ανάμεσα στην εργασία, που έχει αναχθεί σε καθαρή αφαίρεση, και τη δύναμη της παραγωγικής διαδικασίας που η εργασία επιβλέπει. Η εργασία δεν εμφανίζεται πια τόσο πολύ σαν ενταγμένη στην παραγωγική διαδικασία, όσο αντίθετα ο άνθρωπος συμπεριφέρεται ο ίδιος σαν επόπτης και ρυθμιστής της παραγωγικής διαδικασίας. (Αυτό που ισχύει για τα μηχανήματα ισχύει εξίσου για τον συνδυασμό των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και την ανάπτυξη της ανθρώπινης συναλλαγής.) Δεν παρεμβάλλει πια ο εργάτης το τροποποιημένο φυσικό αντικείμενο σαν ενδιάμεσο όρο ανάμεσα στο αντικείμενο και τον εαυτό του• αντίθετα, παρεμβάλλει τη φυσική διαδικασία -που την μετατρέπει σε βιομηχανική- σαν μέσο ανάμεσα στον εαυτό του και την ανόργανη φύση, που την εξουσιάζει. Προβάλλει δίπλα στην παραγωγική διαδικασία αντί να αποτελεί τον κύριο παράγοντά της. Σ' αυτή τη μεταλλαγή, σαν μεγάλος ακρογωνιαίος λίθος της παραγωγής και του πλούτου δεν εμφανίζεται η άμεση εργασία που εκτελεί ο ίδιος ο άνθρωπος, ούτε ο χρόνος αυτής της εργασίας, αλλά η ιδιοποίηση της γενικής παραγωγικής δύναμης του ανθρώπου, η δική του κατανόηση της φύσης και ο εξουσιασμός της διαμέσου της ύπαρξης του ανθρώπου σαν κοινωνικού σώματος - μ' ένα λόγο, η ανάπτυξη του κοινωνικού ατόμου. Η κλοπή ξένου εργάσιμου χρόνου, όπου βασίζεται ο σημερινός πλούτος, παρουσιάζεται σαν μίζερη βάση μπροστά σ' αυτή τη νέα βάση που δημιούργησε και ανέπτυξε η ίδια η μεγάλη βιομηχανία. Από τη στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή παύει να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, παύει -αναγκαστικά- ο χρόνος εργασίας να είναι μέτρο του πλούτου, όπως και η μη-εργασία των λίγων έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη των γενικών δυνάμεων του ανθρώπινου μυαλού. Έτσι καταρρέει η παραγωγή που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία […] Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Μειώνει άρα τον εργάσιμο χρόνο με τη μορφή της αναγκαίας εργασίας για να τον αυξήσει με τη μορφή της υπερεργασίας• άρα τοποθετεί την υπερεργασία ολοένα περισσότερο σαν όρο -ζήτημα ζωής και θανάτου- για την αναγκαία. Από τη μια μεριά λοιπόν ξυπνά όλες τις δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης, όπως και του κοινωνικού συνδυασμού και της κοινωνικής συναλλαγής, για να κάνει τη δημιουργία του πλούτου ανεξάρτητη (σχετικά) από τον χρόνο εργασίας που καταβλήθηκε γι' αυτόν. Από την άλλη μεριά, αυτές τις γιγάντιες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν μ' αυτό τον τρόπο θέλει να τις μετρήσει με τον χρόνο εργασίας, και να τις περιχαρακώσει μέσα στα όρια που απαιτούνται για τη διατήρηση της ήδη δημιουργημένης αξίας σαν αξίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές σχέσεις -που κι οι δυο είναι διαφορετικές πλευρές της ανάπτυξης του κοινωνικού ατόμου- εμφανίζονται στο κεφάλαιο απλά και μόνο σαν μέσα, και για το κεφάλαιο δεν είναι παρά μέσα για να συνεχίσει να παράγει πάνω στη δική του στενή βάση. Στην πραγματικότητα όμως αποτελούν τους υλικούς όρους για να το ανατινάξουν.»
[25] Βλ. σημείωση 27.
[26] «Ένα σχέδιο, μια εφεύρεση, ένα πρωτότυπο έργο, μια ιδέα, κοκ, μπορεί να ειπωθεί ότι είναι μια δημιουργική δραστηριότητα η οποία απαιτεί εξαιρετική πρωτοτυπία. Επειδή δεν έχει μια αντικειμενικά απαλλοτριώσιμη μορφή (δεν είναι κατάλληλη για να προσφερθεί προς πώληση), αυτό το είδος έργου γίνεται εμπόρευμα μόνο με δύο τρόπους: είτε σε μια μορφή διπλώματος ευρεσιτεχνίας (πατέντας), ή σε συνδυασμό με άλλες φυσικές εργασίες. Στην πρώτη περίπτωση, όταν παρέχεται ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή μια νομική προστασία, το δημιουργικό έργο δεν είναι πια ένα κοινό εμπόρευμα, αλλά ένα είδος κεφαλαίου , ένα είδος πλασματικού κεφαλαίου, όπως η γη, το οποίο βασίζεται σε νομική προστασία. Έργα τέχνης και εξαιρετικά πρωτότυπες ιδέες είναι τέτοιες περιπτώσεις.»
[27] «Το προϊόν της πνευματικής εργασίας – η επιστήμη – εκτιμάται πάντα πολύ κάτω από την αξία της. Γιατί ο χρόνος εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή της δε βρίσκεται σε καμία αντιστοιχία με τον χρόνο εργασίας, που απαιτείται για την πρωταρχική παραγωγής της. Λογουχάρη, τη θεωρία του διώνυμου μπορεί οποιοσδήποτε μαθητής να τη μάθει σε μια ώρα»
στο απόσπασμα Ο Χομπς για τον οικονομικό ρόλο της επιστήμης, για την εργασία και την αξία, στα Παραρτήματα, σελ. 391, του Θεωρίες για την υπεραξία, Μέρος Πρώτο, Καρλ Μαρξ, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1984, μετ. Π. Μαυρομμάτη, αλλά και
«Από τη στιγμή που ανακαλύπτεται ο νόμος για την παρέκκλιση της μαγνητικής βελόνας στο πεδίο δράσης του ηλεκτρικού ρεύματος ή ο νόμος για την παραγωγή του μαγνητισμού στο σίδερο γύρω από το οποίο κυκλοφορεί ηλεκτρικό ρεύμα, ο ίδιος δεν κοστίζει ούτε μία πένα.»
Από το Κεφάλαιο 13 Μηχανήματα και μεγάλη βιομηχανία, σελ. 353, του ως άνω 1ου Τόμου του Κεφαλαίου.
[28] Βλ. σημείωση 8.
[29] «Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή τείνει πάντα να ξεπεράσει αυτά τα εσωτερικά της όρια, τα ξεπερνάει, όμως, μόνο με μέσα, που της αντιτάσσουν εκ νέου και σε πιο τεράστια κλίμακα αυτά τα όρια. Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτοαξιοποίησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής, ότι η παραγωγή είναι μόνο παραγωγή για το κεφάλαιο και όχι αντίστροφα. […]
Το όριο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής προβάλλει:
1)      Με το ότι η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας παράγει με την πτώση του ποσοστού του κέρδους ένα νόμο, που σ’ ένα ορισμένο σημείο ορθώνεται εχθρικότατα απέναντι στην ίδια την ανάπτυξή της και γι’ αυτό πρέπει να ξεπερνιέται διαρκώς με κρίσεις.
2)      Με το ότι η ιδιοποίηση απλήρωτης εργασίας και η σχέση αυτής της απλήρωτης εργασίας προς την υλοποιημένη εργασία γενικά […] δηλαδή ένα ορισμένο ύψος του ποσοστού κέρδους είναι που αποφασίζει σχετικά με την επέκταση ή τον περιορισμό της παραγωγής, αντί να αποφασίζει η σχέση της παραγωγής προς τις κοινωνικές ανάγκες, προς τις ανάγκες κοινωνικά ανεπτυγμένων ανθρώπων.»
στο Κεφάλαιο 15. Ανάπτυξη των εσωτερικών αντιφάσεων του νόμου, σελ. 316, 327-328, του ως άνω 3ου Τόμου του «Κεφαλαίου», Καρλ Μαρξ.
[30] «Η εικόνα αλλάζει ποιοτικά, όταν σημειώνεται μαζική εφαρμογή μεθόδων ολικής αυτομάτισης σ’ ορισμένους παραγωγικούς τομείς […] παύει ν’ αυξάνει η παραγωγή απόλυτης ή σχετικής υπεραξίας, κι η όλη βασική τάση του καπιταλισμού αντιστρέφεται: Στους τομείς αυτούς δεν παράγεται σχεδόν καμία υπεραξία πλέον. Το σύνολο του κέρδους, που ιδιοποιούνται όσες εταιρείες δρουν σ’ αυτούς τους τομείς, βγαίνει από τους μιστοαυτοματισμένους ή μη αυτοματισμένους κλάδους. […] Εφόσον ο αριθμός των ολικά αυτοματισμένων επιχειρήσεων και τομέων και των μισοαυτοματισμένων επιχειρήσεων διευρυνθεί σε βαθμό αποφασιστικό για τη συνολική δομή της βιομηχανίας […] οι αντινομίες του ύστερου καπιταλισμού θα γίνουν αναγκαστικά εκρηκτικές: Γιατί τότε θα επικρατήσει η τάση να μειωθεί η συνολική μάζα της υπεραξίας […] οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως είναι στη φύση του καπιταλισμού να προκύψει από ένα σημείο και πέρα αναγκαστικά αντίσταση στην παραπέρα αυτομάτιση […] Η αυτόματη παραγωγή αυτόματων μηχανών θ’ αποτελούσε επομένως μια νέα ποιοτική καμπή […] Φτάνουμε έτσι στο απόλυτο εσωτερικό όριο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής […] όπου ο ίδιος ο όγκος της υπεραξίας αναγκαστικά μειώνεται σαν αποτέλεσμα του γεγονότος πως στην τελευταία φάση της εκμηχάνισης, την αυτομάτιση, η ζωντανή εργατική δύναμη αποδιώχνεται από τη διαδικασία της παραγωγής.»
αποσπάσματα από το Κεφάλαιο 6 Το ειδικό στην τρίτη τεχνολογική επανάσταση, σελ. 191, 194, 196 στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[31] Βλ. σχετικά Smith, J (2010, 2016, 2019).
[32] Αντιγράφουμε από το 14ο Κεφάλαιο Αιτίες που αντιδρούν, σελ. 293-304, του ως άνω 3ου Τόμου του «Κεφαλαίου», Καρλ Μαρξ, όπου καταγράφονται οι εξής αντίρροπες τάσεις στην πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους:
«Ι. Άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας.
Ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας, η ιδιοποίηση υπερεργασίας και υπεραξίας ανεβαίνει ιδίως με την παράταση της εργάσιμης ημέρας και με την εντατικοποίηση της εργασίας. […]
ΙΙ. Συμπίεση του μισθού της εργασίας κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης.
Μόνο εμπειρικά αναφέρουμε εδώ το περιστατικό αυτό, γιατί πράγματι, όπως και πολλά άλλα που θα μπορούσαν να αναφερθούν εδώ, δεν έχει σχέση με τη γενική ανάλυση του κεφαλαίου, αλλά ανήκει στη μελέτη του συναγωνισμού, που δεν τον πραγματεύεται τούτο το έργο. Και όμως είναι ένα από τα σημαντικότερα αίτια, που συγκρατούν την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους.»
ΙΙΙ. Φτήναιμα των στοιχείων του σταθερού κεφαλαίου.
ΙV. Ο σχετικός υπερπληθυσμός.
V. Το εξωτερικό εμπόριο.
Εφόσον το εξωτερικό εμπόριο φτηναίνει ενμέρει τα στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου, και ενμέρει τα αναγκαία μέσα συντήρησης, στα οποία μετατρέπεται το μεταβλητό κεφάλαιο, επιδράει ανοδικά στο ποσοστό κέρδους, γιατί ανεβάζει το ποσοστό της υπεραξίας και κατεβάζει την αξία του σταθερού κεφαλαίου. […]
VΙ. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου.
[…] Με την πρόοδο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, που συμβαδίζει με επιταχυνόμενη συσσώρευση, ένα μέρος του κεφαλαίου υπολογίζεται και χρησιμοποιείται μόνο σαν τοκοφόρο κεφάλαιο. […] τα κεφάλαια αυτά […] Δεν μπαίνουν λοιπόν στην διαδικασία εξίσωσης του γενικού ποσοστού κέρδους, γιατί το ποσοστό του κέρδους που δίνουν είναι μικρότερο από το μέσο ποσοστό του κέρδους».
Παρατηρούμε ότι ο Μαρξ αν και παραδέχεται την εμπειρική σημασία της συμπίεσης της τιμής της εργατικής δύναμης κάτω από την αξία της, δηλ. της υπερεκμετάλλευσης, τη θεωρεί ως εξωτερική των ουσιαστικών νόμων του ΚΤΠ που πραγματεύεται στο «Κεφάλαιο». Αυτό δεν είναι παράλογο στο βαθμό που όντως ίσχυε την εποχή του Μαρξ, εφόσον τότε η παραγωγή δεν ήταν διεθνοποιημένη, όπως σήμερα, και οι σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών εθνικών κρατών, δηλ. των εθνικών οικονομιών, μεταξύ των οποίων επικρατούν διαφορετικές συνθήκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, με διαφορετικό ηθικο-ιστορικό στοιχείο, διαφορετικές συνθήκες ταξικής πάλης κοκ, ήταν εξωτερικές της καπιταλιστικής παραγωγής, και κυριαρχούνταν από το εμπόριο είτε πρώτων υλών, είτε έτοιμων βιομηχανικών προϊόντων (βλ. και το σχετικό με το εξωτερικό εμπόριο σημείο V στο παραπάνω παράθεμα). Πολλές φορές, δε, οι μεγάλες διαφορές στην αξία της εργατικής δύναμης παρατηρούνταν μεταξύ καπιταλιστικών κρατών και κρατών όπου κυριαρχούσαν ακόμη προ-καπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής. Γενικά, η «άνιση ανταλλαγή» μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, δηλ. η πληρωμή της εργατικής δύναμης κάτω από την αξία της, απορρίπτεται από τον Μαρξ ως δυνατότητα εντός της συστηματικής λογικής του κεφαλαίου. Όπως ισχυριστήκαμε, όμως, εξαρχής, ενώ αυτό μπορεί όντως να ισχύει κατά την προοδευτική περίοδο της ιστορίας του ΚΤΠ, δεν ισχύει πλέον για το σύγχρονο, υπερώριμο, στάδιο του καπιταλιστικού που «σαπίζει» και καταφεύγει σε μέσα, αντίθετα με την ίδια του τη φύση, προκειμένου να επιβιώσει.
[33] Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναπαράγουμε στο σύνολό του τον επίλογο του ως άνω μεταφρασμένου άρθρου του Αντι Χιγκινμπότομ (2012):
«Δουλεύοντας με την ιστορία για να επεκτείνουμε την λογική του Κεφαλαίου φτάσαμε τώρα στο εναρκτήριο σημείο της θεωρητικής ανασκευής. Η υπεραξία είναι η κοινή ουσία σε όλα τα στάδια του καπιταλισμού, αν και αυτή η ουσία τροποποιείται ως όρος της επέκτασης στο ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός είναι μία αλλαγή στις αναγκαίες σχέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής στην εξαγωγή της υπεραξίας, και όχι μόνο στις μορφές της κατανομής της. Η ώθηση για  την πρόσθετη υπεραξία μέσω της υπερεκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης είναι μία γενική και αναγκαία τάση του καπιταλισμού που γίνεται κυρίαρχη στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού. Ο ιμπεριαλισμός είναι ένας μετασχηματισμός τόσο των εσωτερικών σχέσεων του καπιταλισμού όσο και των εξωτερικών. Στην ρίζα των υπερκερδών του ιμπεριαλισμού είναι οι μορφές της πρόσθετης υπεραξίας που πηγάζει από ”τους  διαφορετικούς τρόπους που η εργασία αγκαλιάζει την παγκόσμια αγορά” και ειδικά των καταπιεστικών μορφών εκμετάλλευσης της εργασίας. Η πρόσθετη υπεραξία ως υπεραξία, που αντλήθηκε σε μεγαλύτερο ποσοστό εκμετάλλευσης απ’ ότι θα μπορούσε να πετύχει ο ανταγωνιστικός καπιταλισμός, συνδέεται με τις ποιοτικές αλλαγές που σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τον σχηματισμό του μονοπωλίου ή, για να το θέσουμε από την άλλη του πλευρά, τον αποκλεισμό. Η πρόσθετη υπεραξία μπορεί να εξαχθεί μέσω μηχανισμών που δρουν μεμονωμένα ή συνδυασμένα: η υπερεκμετάλλευση της εργασίας μέσω των χαμηλών μισθών εργασίας και εξάντλησης της εργασίας ·η εξαγωγή στα όρια της εξάντλησης των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων· και μέσω της εξασφάλισης της τεχνολογικής γνώσης ως ιδιωτική ιδιοκτησία. Η ενότητα αυτών των φαινομενικά εντελώς διαφορετικών μηχανισμών είναι ότι παράγουν υπερκέρδη. Οι δύο πρώτοι μηχανισμοί εκμεταλλεύονται και ενισχύουν κοινωνικές καταπιέσεις και εθνικές ανισότητες. Η πρόσθετη υπεραξία εδώ δεν είναι απλά μια οικονομική έννοια, αλλά ενισχύεται από εξωοικονομικά μέσα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Το κεφάλαιο ψάχνει τον βέλτιστο συνδυασμό της παραγωγικότητα της εργασίας (με την ευρεία έννοια) και του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης ως πηγές πρόσθετης υπεραξίας, με όλες τις δυνατές ιστορικές, γεωγραφικές και κοινωνικές παραλλαγές. Η υπερεκμετάλλευση της εργασίας στα μέσα του 19ου αιώνα, είτε σε συνθήκες ”άτυπης αυτοκρατορίας” όπου Λατινοαμερικάνοι εξαγωγείς συμπίεζαν τους μισθούς εργασίας στην εμπορευματική παραγωγή […] ή στην αποικιακή Ιρλανδία […], ήταν ένας μοχλός εξαναγκασμού που αντιστάθμιζε την χαμηλή παραγωγικότητα. Αντίστροφα, ο Tomich […] αναφέρει αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας στο δεύτερο ρεύμα της καπιταλιστικής σκλαβιάς. Η εξαγωγή του κεφαλαίου  στο τέλος του19ου αιώνα είδε μία εξάπλωση των φυτειών και των ορυχείων, που αξιοποιούσαν την υπερεκμετάλλευση της εργασίας σε συνδυασμό με την γονιμότητα του εδάφους και την εφαρμογή της επιστήμης και των μηχανών,  όπως για παράδειγμα τα ορυχεία χρυσού στην Νότια Αφρική […]. ́Έπειτα υπάρχουν τα ”εργοστάσια της παγκόσμιας αγοράς” της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης όπου ο συνδυασμός της υψηλής τεχνολογίας με τους χαμηλούς μισθούς εργασίας είναι η νόρμα. Απαντώντας στην καίρια συνεισφορά του Arthur […] πάνω στην εσωτερική ολότητα του καπιταλισμού, η ολοκλήρωση του θεωρητικού σχεδίου του Μαρξ δεν μπορεί να προχωρήσει μέσω απλής επέκτασης, ολοκληρώνοντας τα βιβλία που λείπουν πάνω στην μισθωτή εργασία και την έγγεια ιδιοκτησία σαν κομμάτια που λείπουν από το όλο, χωρίς να αναγνωρίσουμε τις αλλαγές σε αυτό το όλο. Το να κάνουμε κάτι άλλο σημαίνει να περιμένουμε υπερβολικά πράγματα από τον Μαρξ και ελάχιστα από τον Μαρξισμό. Η ιστορική αλλαγή προσπέρασε το σχέδιο έκδοσης του Μαρξ. Ο Λένιν αναγνώρισε τον ιμπεριαλισμό ως μια νέα ολότητα του καπιταλισμού ως σύστημα. Ο ιμπεριαλισμός φέρνει εθνική καταπίεση μαζί με την επί μακρών μη αναγνωρισμένη καταπίεση λόγω φύλου εντός της ”εσωτερικής ολότητας” του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και αναπαραγωγής, και κάνοντας το αυτό μεταμορφώνει την ίδια την ολότητα. Η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας δεν είναι απλά να συγκεκριμενοποιήσουμε τις κατηγορίες του Μαρξ, αλλά να τις ξανασκεφτούμε σε συστημικό επίπεδο. Η παγκοσμιοποίηση του νόμου της αξίας επωφελείται των ανισοτήτων των εργασιακών δυνάμεων το ίδιο σθεναρά όσο δίνει ώθηση στην παραγωγικότητα και την εντατικοποίηση της εργασίας. Οι διαδικασίες είναι αλληλένδετες, μέσω της ανταλλαγής εμπορευμάτων, η ζωντανή εργασία ως η υπόσταση της αξίας συστηματικά εξισώνεται, και όμως το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη που είναι η πηγή της αξίας είναι συστηματικά άνισο. Η ώθηση αυτής της αντίφασης είναι η καπιταλιστική παραγωγή εμπορευμάτων που κυριαρχείται από την παραγωγή υπεραξίας,  ”η απεριόριστη ώθηση για συσσώρευση υπεραξίας”. Αυτό φέρνει ανατροπές τόσο πολιτικά όσο και θεωρητικά· γιατί τα καταπιεσμένα και εκμεταλλευόμενα υποκείμενα της εργασίας από το κεφάλαιο είναι τα νέα υποκείμενα της επανάστασης.»
[34] Βλ. Ο νέος ιμπεριαλισμός, του Ντέιβιντ Χάρβεϊ, Εκδόσεις Καστανιώτη, μετ. Ε. Αστερίου, 2006.
[35] Βλ. για παράδειγμα το Γράφημα 3 «New World Immigration Policy Index 1860-1913» στο Hatton T.J. & Williamson J.G. (2005) A dual policy paradox: why have trade and immigration policies always differed in labor-scarce economies?, Working Paper 11866, NBER Working Paper Series, από όπου μεταφράζουμε από την περίληψη:
«Οι σημερινές οικονομίες περιορισμένης έντασης εργασίας έχουν πολιτικές ανοιχτού εμπορίου και κλειστής μετανάστευσης, ενώ έναν αιώνa πριν, είχαν ακριβώς τις αντίθετες, πολιτικές ανοιχτής μετανάστευσης και κλειστού εμπορίου.»
[36] «Η «ευελιξία» και η «ατυπικότητα» είναι στενά συνδεδεμένες ιδιότητες. Οι καπιταλιστές εργοδότες δεν ενδιαφέρονται για το τυπικό ή το άτυπο αυτό καθεαυτό, αλλά για την ελαχιστοποίηση του κόστους και τη μεγιστοποίηση της ευελιξίας, που τους επιτρέπει να μεταφέρουν τους κινδύνους και το κόστος προσαρμογής στις μεταβολές της ζήτησης στους εργαζομένους τους. […] Η «ευελιξία», ως συνειδητός στόχος των καπιταλιστών, των κυβερνήσεων και των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση του γιατί η άτυπη λειτουργία της εργασίας και η ανάπτυξη της άτυπης οικονομίας δεν αποτελεί τυχαίο ή ακούσιο υποπροϊόν της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της.»
από το Κεφάλαιο 3.2 Η άτυπη οικονομία: ο ‘σχετικός υπερπληθυσμός του καπιταλισμού’, σελ. 126-127, από το ως άνω Smith J (2010), μετ. Δ. Περδίκης.
[37] «Μία από τις πιο αξιοσημείωτες και επακόλουθες πτυχές της μετατόπισης προς το νότο του κέντρου βάρους του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού ήταν η μαζική ενσωμάτωση των νέων γυναικών στην μισθωτή εργασία. […] Η μεταβαλλόμενη σύνθεση των φύλων του εργατικού δυναμικού είναι ιδιαίτερα σημαντική στη μεταποιητική βιομηχανία. […] Η προτίμηση των ξένων επενδυτών για γυναικεία εργασία πουθενά δεν εκφράζεται σαφέστερα από ό, τι τον πολλαπλασιασμό της στις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες (ΕΟΖ). […] Συνένοχοι σε αυτήν την αποτρόπαια εκμετάλλευση είναι οι κρατικές αρχές των νότιων εθνών, οι οποίες θεωρούν την υποτιθέμενη φτήνια και ευαλωτότητα της γυναικείας εργασίας ως μέσο προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων και προχωρώντας ταχύτερα στο δρόμο της ανάπτυξης των ΕΟΖ. […] Η προσφορά γυναικείας εργασίας ανταποκρίθηκε στη ζήτηση λόγω οικονομικής αναγκαιότητας […] Μια πηγή αυτής της οικονομικής αναγκαιότητας ήταν η επιδείνωση των όρων εμπορίου για τις παραδοσιακές εξαγωγές του Νότου. […] Η επίμονη, εκτεταμένη και βαθιά φτώχεια εξηγεί γιατί η προσφορά γυναικείας εργασίας έρχεται στους πιο διαφορετικούς πολιτισμούς και κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων όπου η πατριαρχική καταπίεση παραδοσιακά περιορίζει τις γυναίκες στο σπίτι. […] οι γυναίκες είναι έτοιμες να εργάζονται περισσότερες ώρες και με χαμηλότερους μισθούς από τους άνδρες και αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα εμπόδια από ό, τι οι άνδρες στην οργάνωση για να αντισταθούν στην πίεση των εργοδοτών. […] η επέκταση της απασχόλησης των γυναικών στη βιομηχανία συμβαδίζει συχνά με μια ιδεολογική επίθεση με στόχο την ενίσχυση του καθεστώτος δεύτερης κατηγορίας για τις γυναίκες και των κοινωνικών διαχωρισμών μεταξύ ανδρών και γυναικών στο εργατικό δυναμικό. […] αυτό το αυξανόμενο ποσοστό [δεν] σημαίνει αναγκαστικά ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων μειώνονται ή ότι η εκβιομηχάνιση η προσανατολισμένη στις εξαγωγές απελευθερώνει τις γυναίκες από την πατριαρχική καταπίεση. Οι καπιταλιστές εργοδότες, φυσικά, δεν ενδιαφέρονται για το φύλο των εργαζομένων τους, αλλά για τη μεγιστοποίηση του ποσοστού εκμετάλλευσης και την ελαχιστοποίηση της αντίστασης. Αλλά δεν είναι καθόλου ουδέτεροι οι διαχωρισμοί των φύλων: αποτελούν ένα ισχυρό εργαλείο που τους βοηθά να επιτύχουν αυτούς τους στόχους. […] Οι πολυεθνικές, τα κράτη και οι τοπικοί εργοδότες χρησιμοποιούν τις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων και την εμφανή ανοχή των νεαρών γυναικών εργαζομένων στη χαμηλή αμοιβή, τις ώρες εργασίας και τις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης που είναι χαρακτηριστικές της εκβιομηχάνισης υπό την ηγεσία των πολυεθνικών, για να αποδυναμώσουν την αντίσταση σε αυτές τις χειρότερες συνθήκες και να τις επιβάλουν σε όλους τους εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων των ανδρών. […] Μόλις επιτευχθεί αυτή η υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας, παρατηρείται συχνά μείωση των κινήτρων για τις πολυεθνικές να προσλάβουν γυναικεία εργασία και συχνά παρατηρείται ένας βαθμός «απο-θηλυκοποίησης» της μεταποιητικής βιομηχανίας. […] Η διπλή επιβάρυνση της καταπίεσης και της αυξημένης εκμετάλλευσης που υφίστανται οι εργαζόμενες γυναίκες στον παγκόσμιο Νότο μπορεί να φανεί στο γεγονός ότι οι γυναίκες εργαζόμενοι είναι ακόμη πιο πιθανό να παγιδευτούν στην άτυπη οικονομία από τους άνδρες εργαζόμενους και να αρνηθούν τα ελάχιστα νόμιμα δικαιώματα και προστασία.»
από το Κεφάλαιο 3.3 Η ‘θηλυκοποίηση’ της  εργασίας και η προλεταριοποίηση των γυναικών, σελ. 126-127, από το ως άνω Smith J (2010), μετ. Δ. Περδίκης.
[38] «Σε μια έκθεση του 2002 "Η αξιοπρεπής εργασία και η άτυπη οικονομία", η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας ανέφερε ότι "σε προβλέψεις, η άτυπη οικονομία αναπτύσσεται ταχέως σε σχεδόν κάθε γωνιά της γης, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανικών χωρών - δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ένα προσωρινό ή υπολειπόμενο φαινόμενο. Το μεγαλύτερο μέρος της νέας απασχόλησης τα τελευταία χρόνια, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες και στις χώρες που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο, είναι στην άτυπη οικονομία. " […] Η χαρακτηριστικότερη ιδιότητα της άτυπης οικονομίας είναι ότι δεν ρυθμίζεται από το κράτος, πχ απουσία φορολογίας, ελάχιστων εργασιακών προτύπων, επιβολής των υγειονομικών και περιβαλλοντικών προτύπων κλπ. […] Η επέκταση της άτυπης οικονομίας δεν σημαίνει ότι το κράτος απουσιάζει, σημαίνει ότι έχει υποχωρήσει, ότι έχει επανέλθει σε πιο πρωτόγονες μορφές, μειωμένες στις βασικές του ικανότητες: εξαναγκασμό και παρασιτισμό. Η άτυπη οικονομία διεγείρει αυτόν τον ρόλο της διαφθοράς και της υποβάθμισης με πολλούς τρόπους, από τις δωροδοκίες που καταβάλλονται στους υπαλλήλους για να αποφευχθεί η ρύθμιση και η φορολογία, τη συνεργασία μεταξύ της αστυνομίας και των ηγετών των συμμοριών για να διατηρήσουν τον έλεγχο των παραγκουπόλεων ή για να προστατεύσουν τα μονοπώλια της αγοράς. […] Απέχει παρασάγγας η πραγματικότητα από το ότι η μισθωτή εργασία αντιστοιχεί στην τυπική οικονομία, και η αυτοαπασχόληση στην άτυπη οικονομία. Πολύ, σε ορισμένες χώρες, η περισσότερη, από την μισθωτή εργασία εκτελείται στην άτυπη οικονομία. […] Υπάρχουν πειστικότατες ενδείξεις ότι «η αυτοαπασχόληση, οι περιστασιακές αγορές εργασίας και οι υπεργολαβίες και όχι οι συνδικαλιστικές συμβάσεις φαίνονται να είναι ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό των πρόσφατων οικονομικών τάσεων», αντιφάσκοντας με μια μεγάλη εσφαλμένη αντίληψη που κάποτε διαπερνούσε την κύρια ακαδημαϊκή και κυρίαρχη σκέψη: ότι η πορεία της προόδου θα οδηγούσε στη σταθερή μείωση της άτυπης οικονομίας και στην απορρόφησή της σε σύγχρονες, πολιτισμένες κοινωνικές ρυθμίσεις. […] Επομένως, αυτό που είναι πραγματικά μοντέρνο δεν είναι η καθολική πρόοδος προς την ευημερία και το κράτος δικαίου, αλλά μια επιτάχυνση της κατάβασης στον πόλεμο του καθενός εναντίον όλων. […] Και όχι μόνο στον παγκόσμιο Νότο. Αυτή η οπισθοδρόμηση έχει επίσης επιταχύνει στις ιμπεριαλιστικές χώρες και αναμφισβήτητα θα δοθεί ισχυρή ώθηση στα χρόνια της ύφεσης που αρχίζουν τώρα.»
από το Κεφάλαιο 3.2 Η άτυπη οικονομία: ο ‘σχετικός υπερπληθυσμός του καπιταλισμού’, σελ. 119-127, από το ως άνω Smith J (2010), μετ. Δ. Περδίκης.
[39] Βλ. σημείωση 86.
[40] Βλ. ως άνω Smith J. (2010, 2016) αλλά και την αναφορά του Μαρξ στο εξωτερικό εμπόριο ως αντίρροπη τάση στην πτώση του ποσοστού κέρδους στη σημείωση 35.
[41] «Στην πρώτη φάση της σχέσης αυτής που περιγράφηκε παραπάνω (σημ. μετ. μεταξύ καπιταλισμού και επιστήμης), αυτήν της επιστημονικής επανάστασης και της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, η επιστήμη είναι μια συνδεδεμένη αλλά αυτόνομη σφαίρα, η οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάγεται μόνο τυπικά στο κεφάλαιο. Στη δεύτερη φάση, η οποία τρέχει από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1970, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι χαρακτηρίζεται από την αυξάνουσα πραγματική υπαγωγή της επιστήμης, καθώς η επιστημονική έρευνα γίνεται κεντρική στη διαδικασία της τεχνολογικής αλλαγής στην οικονομία, και η επιστημονική εργασιακή διαδικασία διασπάται και αναδιοργανώνεται υπό τον οργανωμένο καπιταλισμό […] Τελικά, [στ]η τρίτη φάση, […] έχουμε δει την περαιτέρω υπαγωγή της επιστήμης, καθώς η ίδια η επιστήμη υιοθετεί την μορφή του εμπορεύματος […]».
στο Reynolds L. & Szerszynski B. Neoliberalism and technology: Perpetual innovation or perpetual crisis?, από το Neoliberalism and Technoscience critical assessments, Ashgate, 2012, σελ.40, μετ. Δ. Περδίκης.
[42] Βλ. The Value of Everything. Making and Taking in the Global Economy. Mariana Mazzucato. Penguin. 2019.
[43] «Η έρευνα και ανάπτυξη αποτέλεσαν στην αρχή ξεχωριστό κλάδο της βασισμένης στον καταμερισμό της εργασίας μεγάλης επιχείρησης, αλλά αποτέλεσαν έπειτα ανεξάρτητες επιχειρήσεις: Δημιουργήθηκαν ιδιωτικά εργαστήρια έρευνα που πουλούσαν ανακαλύψεις και εφευρέσεις στον πλειοδότη»
στο Κεφάλαιο 8 Η επιτάχυνση της τεχνολογικής ανανέωσης, σελ. 234, στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[44] Βλ. Η γνώση στη διαλεκτικής της κοινωνικής εξέλιξης, Περικλής Παυλίδης, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2012, ιδιαίτερα το Κεφάλαιο 4 Ο ακαδημαϊκός καπιταλισμός, σελ. 147-174.
[45] Χρωστάμε τη διαπίστωση αυτή σε παρατήρηση του συντρόφου Δ. Πατέλη. Βλ. σχετικά, πέραν του ως άνω έργου του Π. Παυλίδη στη σημείωση 46, και το Έρευνα, τεχνολογία και προοπτική ενοποίησης της ανθρωπότητας, Δημήτρης Πατέλης, Εκδόσεις ΚΨΜ, 2019,
[46] Βλ. ως άνω Zeller C. (2008), Rotta T. & Texeira, R. (2018).
[47] «Η επιστήμη δεν κοστίζει απολύτως «τίποτε» στον κεφαλαιοκράτη, πράγμα που δεν τον εμποδίζει διόλου να την εκμεταλλεύεται. Η «ξένη» επιστήμη ενσωματώνεται στο κεφάλαιο όπως η ξένη εργασία.»
από την σημείωση 108 του αποσπάσματος της σημείωσης 30 του παρόντος στον ως άνω 1ο Τόμο του Κεφαλαίου.
[48] «Το επενδυμένο στο πεδίο της έρευνας κεφάλαιο κατανέμεται, όπως το κάθε παραγωγικό κεφάλαιο, σε πάγιο και μεταβλητό. Το πάγιο κεφάλαιο απαρτίζεται από τα κτίρια και τον εξοπλισμό των εργαστηρίων, το μεταβλητό από το μισθολόγιο του απασχολημένου στα εργαστήρια προσωπικού. Το γεγονός ότι η εργασία μεγάλου μέρους του προσωπικού αργεί να μπει στην αξία συγκεκριμένων εμπορευμάτων ή και δεν μπαίνει διόλου, δεν αλλάζει ωστόσο το χαρακτήρα της συνολικής εργασίας των απασχολούμενων στην έρευνα και ανάπτυξη ανθρώπων σαν παραγωγικής εργασίας, με την έννοια πως η συνολική τούτη εργασία είναι απαραίτητη για την παραγωγή νέων αξιών χρήσης κι επομένως νέων ανταλλακτικών αξιών.»
στο Κεφάλαιο 8 Η επιτάχυνση της τεχνολογικής ανανέωσης, σελ. 236, στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[49] Βλ. την αμέσως προηγούμενη σημείωση.
[50] «[…] διαμορφώνεται μέσα στην υστεροκαπιταλιστική επιχείρηση μια τετραπλή πίεση για τον όλο και πιο ακριβόλογο προγραμματισμό: Η πίεση για τον ακριβή προγραμματισμό της ενδοεπιχειρησιακής παραγωγικής διαδικασίας, που αντιστοιχεί στη φύση της αυτομάτισης. Η πίεση για το σχεδιασμό των επενδύσεων έρευνας κι ανάπτυξης, που συνδέεται με την πίεση για μια σχεδιασμένη τεχνολογική ανανέωση. […] που […] εξελίσσεται σε μια γενική τάση για τον προγραμματισμό επενδύσεων. […] που οδηγεί σε τάση για το προγραμματισμό του κόστους σ’ όλη τη διαδικασία της παραγωγής.»
στο κεφάλαιο 7. Η συντόμευση του χρόνου περιστροφής του παγίου κεφαλαίου και η πίεση για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και τον προγραμματισμό της οικονομίας, σελ. 213, στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[51] «Η όλη αυτή διαδικασία κορυφώνεται σ’ εντονότατη πίεση στο κράτος ν’ απαλύνει τις διακυμάνσεις της οικονομίας και της πώλησης, με μέσο για τούτο το διαρκή πληθωρισμό. Κορυφώνεται στην τάση για την κρατική εγγύηση των κερδών, πρώτα με αύξηση στις κρατικές παραγγελίες, ιδιαίτερα για εξοπλιστικές ανάγκες, έπειτα σε όφελος των τεχνολογικά ηγετικών επιχειρήσεων, και τέλος με χρηματοδότηση του συνόλου των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη.»
στο κεφάλαιο 7. Η συντόμευση του χρόνου περιστροφής του παγίου κεφαλαίου και η πίεση για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και τον προγραμματισμό της οικονομίας, σελ. 214, στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[52] Βλ. ως άνω Zeller C. (2008), Rotta T. & Texeira, R. (2018).
[53] «Η συντόμευση στο χρόνο περιστροφής του πάγιου κεφαλαίου συνδέεται στενά με την επιτάχυνση της τεχνολογικής ανανέωσης. Η πρώτη εκφράζει τη δεύτερη από την άποψη της αξίας. Η επιτάχυνση της τεχνολογικής ανανέωσης συνεπάγεται το επιταχυνόμενο ηθικό πάλιωμα των μηχανικών εγκαταστάσεων που με τη σειρά του δημιουργεί την ανάγκη για μια επιτυχημένη αντικατάσταση του τρεχούμενα χρησιμοποιούμενου πάγιου κεφαλαίου, δηλ. για τη συντόμευση του χρόνου περιστροφής του πάγιου κεφαλαίου.»
στο Κεφάλαιο 8 Η επιτάχυνση της τεχνολογικής ανανέωσης, αλλά βλ. και το κεφάλαιο 7. Η συντόμευση του χρόνου περιστροφής του παγίου κεφαλαίου και η πίεση για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και τον προγραμματισμό της οικονομίας στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[54] «Όσο πιο σύντομος θα είναι ο χρόνος περιστροφής, τόσο πιο μικρό θα γίνεται, σε σύγκριση με το συνολικό κεφάλαιο, το αχρησιμοποίητο […] μέρος του κεφαλαίου, επομένως, τόσο πιο μεγάλη θα γίνεται επίσης η ιδιοποιούμενη υπεραξία, όταν όλοι οι άλλοι όροι μένουν αμετάβλητοι. […] Επειδή […] το ποσοστό του κέρδους εκφράζει μόνον τη σχέση της παραγμένης μάζας υπεραξίας προς το συνολικό κεφάλαιο, που απασχολήθηκε για την παραγωγή της, είναι οφθαλμοφανές, ότι κάθε τέτοια συντόμευση αυξάνει το ποσοστό του κέρδους.»
στο Κεφάλαιο 4. Επίδραση της περιστροφής στο ποσοστό του κέρδους, σελ. 95, του ως άνω 3ου Τόμου του «Κεφαλαίου», Καρλ Μαρξ.
[55] «Η δημιουργία από το κεφάλαιο απόλυτης υπεραξίας – περισσότερης αντικειμενοποιημένης εργασίας- έχει σαν όρο τη διεύρυνση, και μάλιστα αδιάκοπη διεύρυνση, της σφαίρας της κυκλοφορίας. Η υπεραξία που δημιουργείται σε κάποιο σημείο απαιτεί τη δημιουργία υπεραξίας σ’ ένα άλλο σημείο για να ανταλλαγεί μαζί της […] Η τάση να δημιουργεί την παγκόσμια αγορά βρίσκεται άμεσα στην ίδια την έννοια του κεφαλαίου. […] Από την άλλη μεριά, η παραγωγή σχετικής υπεραξίας, δηλ. η παραγωγή υπεραξίας που βασίζεται στην αύξηση και ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, απαιτεί την παραγωγή νέας κατανάλωσης• απαιτεί τη διεύρυνση της καταναλωτικής σφαίρας στα πλαίσια της κυκλοφορίας, όπως ακριβώς έπρεπε προηγούμενα να διευρύνεται η σφαίρα της παραγωγής. Πρώτο, ποσοτική επέκταση της κατανάλωσης που υπάρχει• δεύτερο, δημιουργία νέων αναγκών με τη διάδοση σε μεγαλύτερο κύκλο αυτών που υπάρχουν• τρίτο, παραγωγή νέων αναγκών και ανακάλυψη και δημιουργία νέων αξιών χρήσης. […] Αυτή η δημιουργία νέων κλάδων παραγωγής, δηλαδή ποιοτικά νέου χρόνου υπερεργασίας, δεν είναι μόνο καταμερισμός της εργασίας• είναι η συγκεκριμένη παραγωγή που ξεπηδά και χωρίζεται από τον εαυτό της σαν εργασία με νέα αξία χρήσης• είναι η ανάπτυξη ενός ολοένα ευρύτερου και πιο περιεκτικού συστήματος ειδών εργασίας και παραγωγής, που του αντιστοιχεί ένα ολοένα ευρύτερο και πλουσιότερο σύστημα αναγκών».
Από το απόσπασμα [Μετάβαση από την παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου στην κυκλοφοριακή […] Φραγμοί της καπιταλιστικής παραγωγής] στο ως άνω Καρλ Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας [Grundrisse], τόμ. Β΄σσ. 306-308.
[56] Βλ. στο Κεφάλαιο 12 Διεύρυνση του τομέα προσφοράς υπηρεσιών, «καταναλωτική κοινωνία» και πραγματοποίηση της υπεραξίας στο ως άνω έργο του Μάντελ, αλλά και στη σημείωση 6.
[57] «[…] στον πρώτο αιώνα μετά τη βιομηχανικής επανάσταση η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου ήταν γενικά ανώτερη στο Τμήμα ΙΙ παρά στο Τμήμα Ι. Τη δημιουργία του βιομηχανικού καπιταλισμού, όπως περιγράφηκε από το Μαρξ στο κεφάλαιο 13 του 1ου τόμου του ‘Κεφαλαίου’ πρέπει να χαρακτηρίσουμε επομένως σα μηχανική παραγωγή, σε βιομηχανική κλίμακα, καταναλωτικών αγαθών με τη βοήθεια χειρωνακτικά παραγμένων μηχανών.»
στο Κεφάλαιο 6 Το ειδικό στην τρίτη τεχνολογική επανάσταση, σελ. 180, στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[58] «Οι πατέντες ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες στην Αγγλία, τη Γαλλία τη Γερμανία, την Ολλανδία, κα την Ελβετία κατά τη διάρκεια της περιόδου 1850-1875, ιδιαίτερα ανάμεσα σε αυτούς που πιστεύανε στο ελεύθερο εμπόριο και το ‘laissez-faire’. […] Η Μεγάλη Ύφεση του τέλους του 19ου αιώνα έθεσε σε κίνηση ισχυρότατες ανταγωνιστικές πιέσεις, οι οποίες αφάνιζαν τους παραγωγούς. Η πίστη στις αγορές γρήγορα διαλύθηκε, μεταφέροντας την εμπιστοσύνη προς αυτούς που ευνοούσαν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. […] Πολύ βολικά, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επέτρεψαν μεγάλες επιχειρήσεις να παρακάμψουν την προσφάτως ενεργοποιημένη Πράξη Ενάντια στα Τραστ του Σέρμαν του 1890. Πριν από αυτή τη νομοθεσία, οι επιχειρήσεις είχαν την ρουτίνα του να αγνοούν την πνευματική ιδιοκτησία των ανεξάρτητων εφευρετών. Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας βοήθησε την ενίσχυση των δυνάμεων των γιγάντιων επιχειρήσεων, οι οποίες μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τα δικά τους ερευνητικά εργαστήρια. Παρομοίως, στις πρόσφατες δεκαετίες, καθώς η οικονομία παρέπαιε στα τέλη της δεκαετία του 1960, σπέρνοντας τον πανικό σε πολλές γωνίες της οικονομίας, ξαφνικά οι οικονομικοί και πολιτικοί ηγέτες στράφηκαν στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ως ένα μέσο ανάκαμψης της οικονομίας. Οι επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες έχαναν γρήγορα έδαφος έναντι ξένων ανταγωνιστών, στράφηκαν στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ως έναν τρόπο για να καρπώνονται τεράστια κέρδη. Εν κατακλείδι, περισσότερο από το να συμβολίζουν το αποκορύφωμα της επιτυχίας της αγοράς, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας είναι μια έκφραση της αποτυχίας της αγοράς. […]»
από το Κεφάλαιο 1 The ascension of Intellectual Property Rights, σελ. 15, του Steal this Idea. Intellectual property rights and the corporate confiscation of creativity, Michael Perelman, Palgrave Macmillan, 2002, μετ. Δ. Περδίκης.
[59] «Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε επίσης […] γιατί ο καπιταλισμός ήταν τότε πραγματικά ένα καθεστώς ελεύθερου συναγωνισμού. Το απαιτούμενο για η διείσδυση στο τομέα παραγωγής καταναλωτικών αγαθών κεφάλαιο ήταν λιγοστό, έτσι που να μην μπορεί να διαμορφωθεί μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο»
στο Κεφάλαιο 6 Το ειδικό στην τρίτη τεχνολογική επανάσταση, σελ. 181 στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[60] «Έτσι, στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού […] δυναμώνει η τάση για την εξίσωση της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας […] Προβάλλουν δύο τελικά συμπεράσματα: 1. Κύρια πηγή για την πραγματοποίηση υπερκέρδους δεν είναι πια οι κατά περιοχές και γενικότερα διεθνείς διαφορές στην παραγωγικότητα, αλλά οι διαφορές κατά τομείς ή κι επιχειρήσεις […] 2. Διαμορφώνεται έτσι μια μόνιμη πίεση για την επιτάχυνση της τεχνολογικής ανανέωσης. Η εξαφάνιση άλλων πηγών για υπερκέρδη εντείνει το κυνηγητό για τεχνολογικές ράντες, που μονάχα με την αδιάκοπη τεχνολογική ανανέωση μπορούν να εξασφαλιστούν
στο Κεφάλαιο 6 Το ειδικό στην τρίτη τεχνολογική επανάσταση, σελ. 186, στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[61]Βλ. στο Κεφάλαιο 12 Διεύρυνση του τομέα προσφοράς υπηρεσιών, «καταναλωτική κοινωνία» και πραγματοποίηση της υπεραξίας στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[62] Βλ. σημείωση 51.
[63] «Η μαζική διείσδυση του κεφαλαίου στο Τμήμα Ι δημιουργεί εκεί χώρους παραγωγής, που κατά την έκφραση του Μαρξ, καλούνται να δουλέψουν με κυκλώπεια μέσα παραγωγής κι επομένως και με κυκλώπεια κεφάλαια. Το ελάχιστο απαιτούμενο για το συναγωνισμό σ’ αυτόν τον τομέα της παραγωγής κεφάλαιο μεγαλώνει σε τεράστια κλίμακα. Ο συναγωνισμός σπρώχνει όλο και πιο πολύ στη συγκέντρωση […] Η χρονική σύμπτωση της μακριάς φάσης αποτελμάτωσης στο 1873-1803 με την ανάπτυξη της δεύτερης τεχνολογικής επανάστασης […] δημιουργεί μια πιεστική ανάγκη για το σχηματισμό τραστ και μονοπωλίων.»
στο Κεφάλαιο 6 Το ειδικό στην τρίτη τεχνολογική επανάσταση, σελ. 183, στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[64] «Ταυτόχρονα, τα μονοπώλια, ξεπηδώντας από τον ελεύθερο συναγωνισμό, δεν τον καταργούν, μα υπάρχουν πάνω σ’ αυτόν και δίπλα σ’ αυτόν, γεννώντας έτσι μια σειρά εξαιρετικά οξείες και βίαιες αντιθέσεις, προστριβές, συγκρούσεις.»
στο Κεφάλαιο VII. Ο Ιμπεριαλισμός, ιδιαίτερο στάδιο του καπιταλισμού, σελ. 103, στο ως άνω Λένιν (2009).
[65] «Αυτή η ιστορία περί μιας στασιμότητας στην καινοτομία, επομένως, μας βοηθά να βάλουμε το ρόλο της επιστήμης στη νεοφιλελεύθερη περίοδο σε ένα πλαίσιο. Περισσότερο από την επιτάχυνση της τάσης της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης να εγγράφει την επιστήμη ως μια νέα παραγωγική δύναμη σε έναν καταμερισμό εργασίας σχετιζόμενο με την καθετοποιημένη επιχείρηση, η ίδια η επιστήμη γίνεται προϊόν. Εδώ είτε περιχαρακώνεται ως πνευματική ιδιοκτησία (οπότε και συλλέγεται από τα ΄διατηρημένα κοινά΄) -ή μετατρέπεται στη βάση μιας (μη πραγματοποιήσιμης) υπόσχεσης, παράγοντας ελάχιστα περισσότερα υλικά αγαθά από επιτυχημένες αρχικές προσφορές (IPOs) στη χρηματιστηριακή αγορά με τη μορφή της ‘επιστήμης υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου’ (σημ. μετ. ‘venture science’) […]. Έτσι, η επιστήμη έχει κλειδωθεί στα άυλα και τυχοδιωκτικά οικονομικά των φουσκών του νεοφιλελευθερισμού, σε μια κοινωνία που εμφανίζεται αδύναμη να καινοτομήσει το δρόμο διεξόδου της από την οικονομική και οικολογική κρίση με έναν ουσιαστικό τρόπο.»
από το ως άνω Reynolds L. & Szerszynski B. (2012) ,μετ. Δ. Περδίκης.
[67] Βλ. ως άνω Mazzucato Μ. (2019).
[68] Πχ βλ. το σχετικό ντοκυμαντέρ με τον Ντέιβιντ Χάρβεϋ στον σύνδεσμο: https://blog.p2pfoundation.net/david-harvey-on-primitive-accumulation-and-the-enclosure-of-the-commons/2019/05/16
[69] Βλ. και Η εργασία του Διονύσου, Michael Hardt, Antonio Negri, Εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα, μετ. Π. Καλαμάρας, 2001, χωρίς να συμφωνούμε με τη μετα-μαρξιστική θέση των συγγραφέων.
και Το ολιγοπώλιο του διαδικτύου. Πώς οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν  τον έλεγχο της ψηφιακής μας. Νίκος Σμυρναίος. Μεταμεσονύχτιες εκδόσεις, μετ. Ε. Σταματάκης, 2018.
[71] Βλ. The ecological Rift. Capitalism’s War on the Earth, John Bellamy Foster, Brett Clark, Richard York, Monthly Review Press, 2011.
αλλά και μια σχετική βιβλιογραφική συλλογή Wishart W., Jamil Jonna R. & Besek J. (2018). Metabolic Rift. A Selected Bibliography. Monthly Review.
[72] Βλ. ως άνω Χάρβεϊ (2006).
[73] Βλ. σχετικά με τη συνεχή παρουσία πρακτικών πρωταρχικής συσσώρευσης στην ιστορία του καπιταλισμού Pradella L. (2013) Imperialism and Capitalist Development in Marxs Capital, Historical Materialism, 21 (2), 117–147  αλλά και στο Κεφάλαιο 2 Η δομή της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας σελ. 40-42 στο ως άνω έργο του Μάντελ:
«Στο Μαρξ οφείλεται επίσης η απλή θεωρητική φόρμουλα πως δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τη γένεση του κεφαλαίου με την αυτοανάπτυξή του. […] Η διεθνής ανάπτυξη κι επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγή στους δύο τελευταίους αιώνες αποτελούν μια διαλεχτική ενότητα τριών παραγόντων: (α) Της τρέχουσας συσσώρευσης κεφαλαίου μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής, κιόλας, διαδικασίας παραγωγής, (β) της τρέχουσας πρωτογενούς συσσώρευσης κεφαλαίου έξω από τα πλαίσια της καπιταλιστικής κιόλας διαδικασίας παραγωγής, και (γ) του καθορισμού και περιορισμού του πρώτου παράγοντα από το δεύτερο, του ανταγωνισμού δηλαδή και του συναγωνισμού ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο.»
Σχετικά με τη συστηματική αναπαραγωγή της δουλείας ή καταναγκαστικής εργασίας στον καπιταλισμό βλ. Rioux S., LeBaron G. & Verovšek, P.J. (2019). Capitalism and unfree labor: a review of Marxist perspectives on modern slavery. Review of International Political Economy.
[74] «Ο ιμπεριαλισμός είναι η εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων, που παντού έχουν την τάση προς την κυριαρχία και όχι προς την ελευθερία. Αντίδραση σ όλη τη γραμμή κάτω από οποιοδήποτε πολιτική καθεστώς, όξυνση στο έπακρο των αντιθέσεων […]  να το αποτέλεσμα αυτών των τάσεων. Ιδιαίτερα οξύνεται επίσης η εθνική καταπίεση και η τάση προς τις προσαρτήσεις, δηλαδή προς την παραβίαση της εθνικής ανεξαρτησίας […]»
στο Κεφάλαιο ΙΧ. Κριτική του ιμπεριαλισμού, σελ. 141, στο ως άνω Λένιν (2009).
[75] «Όμως, ο φασισμός κι ένας παγκόσμιος πόλεμος δεν αποτελούν «ομαλές» συνθήκες. Κι αντικειμενικά μια από τις κύριες λειτουργίες τους υπήρξε ν’ ανοίξουν ταυτόχρονα όλους τους κρουνούς για την αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, να συνδυάσουν δηλαδή, τουλάχιστο μερικά, την αύξηση στην παραγωγικότητα και στην ένταση της εργασίας με μια μείωση στην πραγματική αμοιβή της
Από το Κεφάλαιο 5 Αξιοποίηση του κεφαλαίου, πάλη των τάξεων και ποσοστό υπεραξίας στον ύστερο καπιταλισμό, σελ. 151, στο ως άνω έργο του Μάντελ. Από την πλευρά μας να παρατηρήσουμε ότι ένας τέτοιος συνδυασμός μπορεί κάλλιστα να ανταποκρίνεται στις συνήθεις συνθήκες σε εξαρτημένες χώρες με (ημι-)φασιστικά καθεστώτα…
[76] Βλ. ως άνω Pradella (2013).
[77] «[…] η καπιταλιστική εμπορευματική κυκλοφορία εισέβαλε στις μη εκβιομηχανισμένες χώρες με τη μορφή της εξαγωγής εμπορευμάτων, δηλαδή της εξαγωγής ειδών καταναλωτή. Τούτος ακριβώς ο τομέας κυριαρχούσε τότε πάνω στην καπιταλιστική οικονομία της μητρόπολης, κι η κάθε κυκλική υπερπαραγωγή προσλάμβανε προπάντων τη μορφή μιας υπερπαραγωγής σε βιομηχανοποιημένα καταναλωτικά αγαθά.»
στο Κεφάλαιο 6 Το ειδικό στην τρίτη τεχνολογική επανάσταση, σελ. 181 στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[78] «Η κυριαρχία του ξένου κεφαλαίου πάνω στη συσσώρευση κεφαλαίου στις υπανάπτυχτες χώρες οδηγεί σε μιαν οικονομική ανάπτυξη που κάνει τις χώρες τούτες συμπληρωματικές […] στις οικονομίες των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Αυτό σημαίνει προ πάντων πως πρέπει να συγκεντρώνονται στην παραγωγή γεωργικών πρώτων υλών και ορυκτών. […] η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας […] συνεπάγεται μια τάση για τη μείωση του ποσοστού συμμετοχής του πάγιου σταθερού καθώς και του μεταβλητού κεφαλαίου στη μέση αξία των εμπορευμάτων, δηλαδή σε μια τάση ν’ ανέβει το ποσοστό που το κόστος των πρώτων υλών συμμετέχει στην τιμή παραγωγής του μέσου εμπορεύματος […]»
στο Κεφάλαιο 2 Η δομή της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας σελ. 49 στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[79] «Για τον παλιό καπιταλισμό, που κυριαρχούσε απόλυτα ο ελεύθερος ανταγωνισμός, χαρακτηριστική ήταν η εξαγωγή εμπορευμάτων. Για το νεότατο καπιταλισμό, όπου κυριαρχούν τα μονοπώλια, έγινε χαρακτηριστική η εξαγωγή κεφαλαίου. […] Σ’ αυτές τις καθυστερημένες χώρες, το κέρδος είναι συνήθως σχετικά μεγάλο, γιατί έχουν λίγα κεφάλαια, η τιμή της γης δεν είναι μεγάλη, ο μισθός εργασίας είναι χαμηλός, και οι πρώτες ύλες φτηνές.»
στο Κεφάλαιο IV Η εξαγωγή κεφαλαίου, σελ., 76, στο ως άνω Λένιν (2009).
[80]«Γι’ αυτό το λόγο, αν η εξαγωγή αυτή είναι ικανή ως ένα ορισμένο βαθμό να φέρει κάποια στασιμότητα στις χώρες που εξάγουν το κεφάλαιο, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τίμημα το άπλωμα και το βάθεμα της παραπέρα ανάπτυξης του καπιταλισμού στον κόσμο.»
στο Κεφάλαιο IV Η εξαγωγή κεφαλαίου, σελ., 72-73, στο ως άνω Λένιν (2009).
[81]«Το πιο συνηθισμένο πράγμα είναι τούτο δω: σαν όρος για τη χορήγηση δανείου μπαίνει να ξοδευτεί ένα μέρος του για την αγορά προϊόντων από την πιστώτρια χώρα και κυρίως για την αγορά ειδών εξοπλισμού, πλοίων κλπ. Η εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό γίνεται μέσο για την ενθάρρυνση της εξαγωγής εμπορευμάτων στο εξωτερικό.»
στο Κεφάλαιο IV Η εξαγωγή κεφαλαίου, σελ., 77, στο ως άνω Λένιν (2009).
[82] «Οι συνέπειες των μεταβολών […] πάνω στο πέρασμα από τον «κλασσικό» στον ύστερο καπιταλισμό, ήσαν πολυποίκιλες, μα και πολύ αντιφατικές. Οι διαφορές ανάμεσα σε μητροπόλεις και «Τρίτο Κόσμο», σ’ ό,τι αφορά τη συσσώρευση κεφαλαίου και τα εισοδήματα δυνάμωσαν παραπέρα […] Έτσι εντάθηκε η οικονομικοκοινωνική κρίση σ’ αυτές τις χώρες να ενισχύθηκαν επίσης, σαν αποτέλεσμα και της πολιτικής εξασθένισης του ιμπεριαλισμού στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου κι ύστερα, τ’ απελευθερωτικά κινήματα των λαών του Τρίτου Κόσμου. […] Το διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο άρχισε να ενδιαφέρεται τόσο για πρώτες ύλες που να παράγονται μ’ άκρως εκβιομηχανισμένες διαδικασίες αντί από αποικιακούς δούλους, όσο επίσης για την παραγωγή στις υπανάπτυκτες χώρες έτοιμων προϊόντων που σ’ αντίθεση με τις φτηνές πλέον πρώτες ύλες να πουλιούνται σε μονοπωλιακές τιμές. […] Τη διαδικασία τούτη επιταχύνει το γεγονός πως στο μεταξύ άλλαξε κι η δομή του μονοπωλιακού κεφαλαίου στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Ενώ στο 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού οι μητροπολιτικές εξαγωγές στηρίζονταν στα καταναλωτικά αγαθά, το γαιάνθρακα και το χάλυβα, μετά την παγκόσμια κρίση του 1929 κι ιδιαίτερα μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το κέντρο βαρύτητας της εξαγωγικής προσπάθειας μετατοπίστηκε όλο και πιο πολύ προς τις μηχανές, τα οχήματα και τα κεφαλαιουχικά αγαθά.»
στο Κεφάλαιο 2 Η δομή της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας σελ. 54-55 στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[83] «Η Αγγλία υπεράσπισε την Πορτογαλία και τις αποικιακές κτήσεις της Πορτογαλίας για να στερεώσει τη δική της θέση στον αγώνα ενάντια στους αντιπάλους της, την Ισπανία και τη Γαλλία. Η Αγγλία πήρε σε αντάλλαγμα εμπορικά προνόμια, εξασφάλισε καλύτερους όρους για την εξαγωγή εμπορευμάτων και κυρίως για την εξαγωγή κεφαλαίου στην Πορτογαλία και τις αποικίες της, τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τα λιμάνια και τα νησιά της Πορτογαλίας, τα καλώδιά της κλπ. κ.ο.κ.»
από το Κεφάλαιο VI. Το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, σελ. 100, στο ως άνω Λένιν (2009).
«Το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο μιας χώρας μπορεί πάντα να εξαγοράσει τις επιχειρήσεις των ανταγωνιστών και μιας ξένης, πολιτικά ανεξάρτητης, χώρας, και πάντα το κάνει αυτό. […] Η οικονομική ‘προσάρτηση’ είναι πέρα για πέρα ‘πραγματοποιήσιμη’ χωρίς την πολιτική και συναντιέται συνεχώς. Στη βιβλιογραφία τη σχετική με τον ιμπεριαλισμό θα συναντήσετε σε κάθε βήμα μαρτυρίες λ.χ. σαν κι αυτές, ότι η Αργεντινή είναι στην πραγματικότητα ‘εμπορική αποικία’ της Αγγλίας, ότι η Πορτογαλία είναι στην πράξη ‘υποτελής’ της Αγγλίας κλπ. Αυτό είναι σωστό: η οικονομική εξάρτηση από τις αγγλικές τράπεζες, τα χρέη προς την Αγγλία, η αγορά τοπικών σιδηροδρόμων, ορυχείων, γαιών κλπ. απομέρους της Αγγλίας, όλα αυτά κάνουν τις προαναφερόμενες χώρες ‘προσαρτήματα’ της Αγγλίας από οικονομική άποψη, χωρίς την παραβίαση της πολιτικής ανεξαρτησίας αυτών των χωρών.»
από το έργο Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον ‘ιμπεριαλιστικό οικονομισμό’, σελ. 92, στο ως άνω Λένιν (1987).
[84] Βλ. ως άνω Ricci, A. (2018) και Carchedi G & Roberts Μ (2019), αλλά και το παρακάτω απόσπασμα από το Κεφάλαιο 2 Η δομή της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας σελ. 47 στο ως άνω έργο του Μάντελ:
«Φτάνουμε έτσι σε μιαν εικόνα του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος, που το δείχνει να βασίζεται γενικά στην ανισόμετρη ανάπτυξη της συσσώρευσης του κεφαλαίου, της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, του ποσοστού της υπεραξίας, και της παραγωγικότητας της εργασίας.»
[85] «Μπορούμε, μάλιστα να πούμε, δίχως δόση υπερβολής, πως σήμερα η καθαρή διαρροή αξίας είναι πιο σημαντική παρά στο παρελθόν, όχι μονάχα με τη μεταβίβαση μερισμάτων, τόκων και διευθυντικών απολαβών, σε όφελος των ιμπεριαλιστικών γιγάντιων εταιρειών καθώς και με το αυξανόμενο βάρος των χρεών, αλλά επίσης επειδή κερδίζει σε σημασία η άνιση ανταλλαγή. […] Όπως αποσαφήνισε στο 20ό κεφάλαιο του πρώτου τόμου του ‘Κεφαλαίου’ ο Καρλ Μαρξ, η ανταλλαγή κάτω από άνισους όρους καθρεφτίζει μια διαφορά στη μέση παραγωγικότητα της εργασίας σε δύο χώρες. […] Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως η μοντέρνα βιομηχανική παραγωγή καταναλωτικών αγαθών αντιπροσωπεύει, σε σχέση με τη μισοαυτοματισμένη παραγωγή μηχανών κι οχημάτων, μια διαφορά παραγωγικότητας αναμφισβήτητα πιο μεγάλη […] Σαν αποτέλεσμα της μείωσης στον εφεδρικό στρατό της βιομηχανίας, αποβαίνει ουσιαστικά αδύνατο να αυξηθεί η παραγωγή απόλυτης υπεραξίας στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Δυναμώνουν ασφαλώς παράλληλα οι προσπάθειες ν’ αυξηθεί η ένταση της εργασίας. Οι προσπάθειες του κεφαλαίου συγκεντρώνονται επίσης στο ν’ αυξήσει την απόσπαση σχετικής υπεραξίας – βέβαια μονάχα στην έκταση που μπορεί να εξουδετερωθεί η αντιφατική επίδραση της αύξησης της παραγωγικότητας πάνω στο ποσοστό υπεραξίας. Τα πράγματα διαφέρουν στην περίπτωση των υπανάπτυκτων χωρών. Εκεί η απαρχή εκβιομηχάνισης κι η συνδεδεμένη μαζί της αύξηση στη μέση κοινωνική παραγωγικότητα της εργασίας επιτρέπουν μια σημαντική μείωση στο κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης […] Ωστόσο η αύξηση στη μέση κοινωνική παραγωγικότητα της εργασίας δεν επιφέρει μιαν αύξηση στο ηθικοϊστορικό κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, δε συνυπολογίζονται δηλαδή στο εργατικό μεροκάματο τυχόν καινούριες ανάγκες ή τουλάχιστον συνυπολογίζονται σε πολύ περιορισμένη μονάχα κλίμακα. Τούτο οφείλεται αφενός στο γεγονός πως η μακρόχρονη τάση για την εξέλιξη του εφεδρικού στρατού της βιομηχανίας είναι στις μισοαποικίες αντίθετη από εκείνη στις μητροπόλεις, επειδή η εκβιομηχάνιση προχωρί μονάχα αργά και δεν μπορεί να αντισταθμίσει το ρυθμό απόσπασης των φτωχών αγροτών από τη γη τους. […] Αφετέρου η διαμόρφωση, σαν αποτέλεσμα της αύξησης στον εφεδρικό βιομηχανικό στρατό, δυσμενών συσχετισμών δύναμης στην αγορά εργασίας εμποδίζει την κοινωνικά αποτελεσματική οργάνωση του προλεταριάτου στη βιομηχανία και τα ορυχεία – και κείνο πάλι έχει σαν αποτέλσμα να πουλιέται το εμπόρευμα εργατική δύναμη κάτω από την αξία του. Το κεφάλαιο έχει έτσι τη δυνατότητα ν’ αντισταθμίσει τη μείωση στο ποσοστό κέρδους με μιαν αύξηση στο ποσοστό υπεραξίας, κι αυτό με την περικοπή των πραγματικών μεροκαμάτων […] Η πιο χαμηλή τιμή της εργατικής δύναμης στις εξαρτημένες και μισοαποικιακές χώρες επιτρέπει βέβαια να κρατιέται πιο ψηλό το μέσο ποσοστό του κέρδους – πράγμα που κι εξηγεί γιατί το ξένο κεφάλαιο εισρέει σ’ αυτές τις χώρες.»
από το Κεφάλαιο 2 Η δομή της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας σελ. 56-57 στο ως άνω έργο του Μάντελ. Παραθέσαμε εκτενώς το απόσπασμα αυτό για να καταδείξουμε ότι, ενώ ο Μάντελ ουσιαστικά περιγράφει το πέρασμα στην υπερεκμετάλλευση ως αντίρροπη τάση στην κρίση της σχετικής υπεραξίας (σε συνδυασμό με τα περί απόλυτου ορίου του κεφαλαίου στη σημείωση 33), δεν καταφέρνει να αποστάξει θεωρητικά την παρατήρησή του αυτή σε όλη της τη σημασία. Έτσι, όπως παρατηρεί και ο Smith J (2010, 2016), επιμένει στη διάσταση της διαφοράς της μέσης παραγωγικότητας, και μάλλον «αγνοεί» τη διαφορά στο βαθμό εκμετάλλευσης και στην αξία της εργατικής δύναμης, όταν στη συνέχεια καταγράφει τους κατ’ αυτόν 10 «βασικούς κανόνες» της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς (σελ. 58-61). Μάλιστα, σε όλο το Κεφάλαιο 5 Αξιοποίηση του κεφαλαίου, πάλη των τάξεων και ποσοστό υπεραξίας στον ύστερο καπιταλισμό επιχειρηματολογεί για το γιατί «σε κανονικές συνθήκες, όσο δηλαδή την τιμή του εμπορεύματος εργατική δύναμη καθορίζουν οι νόμοι λειτουργίας της αγοράς» είναι αδύνατος ο συστηματικός συνδυασμός των παραγόντων που αυξάνουν τον βαθμό εκμετάλλευσης. Ωστόσο, οι αναφορές στην -κατ’ ουσία- υπερεκμετάλλευση συνεχίζονται και στο επόμενο Κεφάλαιο 3 Οι τρεις κύριες πηγές υπερκέρδους στην εξελικτική πορεία του σύγχρονου καπιταλισμού, στη σελ. 64, το σημείο 3 και στη σελ. 65, το σημείο 1. Φυσικά, σε αντίθεση με τους σύγχρονους «δογματικά ορθόδοξους» μαρξιστές, η στάση του Μάντελ εξηγείται από το ότι δεν είχε διαμορφωθεί ακόμη η σύγχρονη πραγματικότητα της διεθνοποίησης της παραγωγής μέσω της μεταφοράς του μεγαλύτερου μέρους της βιομηχανικής μεταποίησης στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Μάλιστα, ως προς τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής, οδηγείται στην παρακάτω λανθασμένη εκτίμηση της αιτίας της ανισομέρειας της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη διεθνή σφαίρα:
«Τελικά οι διαφορές στο επίπεδο ανάπτυξης των μητροπόλεων από το ένα μέρος και των αποικιών και μισοαποικιών από τ’ άλλο οφείλονται στο ότι η καπιταλιστική παγκόσμια αγορά γενικεύει την καπιταλιστική κυκλοφορία των εμπορευμάτων, όχι όμως και την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή»
στο ως άνω Κεφάλαιο 3 σελ. 69. Από την πλευρά μας, θα τονίσουμε ότι το ιμπεριαλιστικό στάδιο του ΚΤΠ είναι ακριβώς εκείνο το παρασιτικό και αντιδραστικό στάδιο της ιστορίας του ΚΤΠ, όπου η άμεση, εξω-οικονομική, κρατική βία, καθορίζει όλο και περισσότερο την τιμή της εργατικής δύναμης, αντί για τους «νόμους λειτουργίας της αγοράς», και ακριβώς λόγω της κρίσης αυτής της αγοράς ως τέτοιας, δηλ. καπιταλιστικής.
[86]Βλ. το ως άνω απόσπασμα από το μεταφρασμένο άρθρο του Higginbottom, A. (2013), αλλά και το παρακάτω απόσπασμα:
 «Ειδικά σήμερα ζούμε μια νέα ιστορική περίοδο του διεθνούς ιμπεριαλισμού, την περίοδο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, όπου συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές στην ίδια την δομή αυτών των κοινωνιών. Η εξάρτηση και της χώρας μας από τις Δυτικές μητροπόλεις περνάει όχι μόνο, και όχι κυρίως, μέσα από την ξένη πολιτικοστρατιωτική παρουσία, όσο από τα δάνεια, το ξεπούλημα των επιχειρήσεων στο πολυεθνικό κεφάλαιο, την υποταγή της χώρας σε ένα νέο ληστρικό καταμερισμό εργασίας. Η εξάρτηση, δηλαδή, πολύ περισσότερο από χθες, δεν είναι ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό, ένα καρκίνωμα του Ελληνικού καπιταλισμού, αλλά οργανικό στοιχείο, εδραιωμένο στις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις. Η σύγχρονη αντιιμπεριαλιστική πάλη, αποκτά νέο ποιοτικά περιεχόμενο.»
[87] «Η προτίμηση για υπεργολαβία είναι ιδιαίτερα έντονη στις βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας, κυρίως εκείνες που παράγουν καταναλωτικά αγαθά, ενώ η εξωτερική ανάθεση της παραγωγής σε βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας είναι πιθανότερο να παραμείνει εσωτερική […] Ένας λόγος για τον οποίο η εξωτερική ανάθεση μπορεί να είναι πιο κερδοφόρος είναι ότι, όπως σημειώνει ο Martin Wolf, ‘οι πολυεθνικές πληρώνουν περισσότερο - και φέρονται καλύτερα στους εργαζομένους τους από τις τοπικές επιχειρήσεις’, η μεταφορά της παραγωγής σε ανεξάρτητες τοπικές επιχειρήσεις συνεπάγεται συνεπώς μείωση του κόστους εργασίας. Ένα ακόμη κίνητρο για «αποκαθετοποίηση» είναι το γεγονός ότι η υπεργολαβία σημαίνει επίσης ‘καθαρά χέρια’ - η εταιρεία υπεργολάβος «εξωτερικεύει» όχι μόνο τον επιχειρηματικό κίνδυνο και τις παραγωγικές διαδικασίες χαμηλής «προστιθέμενης αξίας», αλλά και την άμεση ευθύνη για τη ρύπανση, τους μισθούς πείνας και την καταστολή των συνδικάτων. Εν τέλει το καθοριστικό είναι η επίδρασή της στα κέρδη και τις αξίες των περιουσιακών στοιχείων των πολυεθνικών. Οι πολυεθνικές προτιμούν όλο και περισσότερο να «εξωτερικοποιούν» τις δραστηριότητές τους, επειδή αναγκάζοντας τους παραγωγούς σε οξυμένο ανταγωνισμό μεταξύ τους είναι ένας αποτελεσματικότερος τρόπος για να μειωθούν οι μισθοί και να εντατικοποιηθεί η εργασία παρά να γίνει αυτό εσωτερικά μέσω διορισμένων διαχειριστών. Ένα άλλο ισχυρό κίνητρο που ευνοεί τις υπεργολαβίες είναι ότι επιτρέπουν στις πολυεθνικές να εκφορτώσουν μεγάλο μέρος του κόστους και των κινδύνων που συνδέονται με διακυμάνσεις της ζήτησης και με μεγαλύτερες διαταραχές στις παγκόσμιες αγορές. Το κύμα των υπεργολαβιών καθοδηγείται από την επιθυμία να μειωθεί το κόστος, να εξωτερικευθεί ο κίνδυνος και να επικεντρωθούν οι ανταγωνιστικές πιέσεις στους ανεξάρτητους παραγωγούς στο νότιο άκρο της αλυσίδας. Σε αντίθεση με τις άμεσες ξένες επενδύσεις, η σχέση υπεργολαβίας δεν συνεπάγεται καμία ροή κεφαλαίων Β-Ν. Η επιχείρηση που αναθέτει την υπεργολαβία είναι ελεύθερη να επικεντρωθεί στον ‘πυρήνα των ικανοτήτων’ της, οι οποίες […] συχνά συνεπάγονται το να μην κατασκευάζουν στην πραγματικότητα τίποτα, και στο να εκτρέψει τα επενδυτικά κεφάλαια σε αυτό που οι Silver et al. αποκαλούν ‘χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση και κερδοσκοπικές συναλλαγές’. Με άλλα λόγια, τα αυξημένα κέρδη που επιστρέφονται από υπεργολαβία δεν επενδύονται στην παραγωγή ούτε στο εσωτερικό ούτε στο εξωτερικό και μπορούν να αφιερωθούν αποκλειστικά στη χρηματοπιστωτική μηχανική με στόχο την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και την κερδοσκοπία, τροφοδοτώντας τη ‘χρηματιστικοποίηση’ των ιμπεριαλιστικών οικονομιών.»
από το Κεφάλαιο 6.4 Οι υπεργολαβίες ξεπερνώντας τις υπεράκτιες δραστηριότητες, σελ. 233-240, στο ως άνω Smith J (2010).
[88] «[…] οι ποιοτικές διαφορές μεταξύ των άμεσων επενδύσεων ΑΞΕ Β-Β και ΑΞΕ Β-Ν σημαίνουν ότι δεν μπορούν να συγκριθούν απλουστευτικά. Οι ροές επενδύσεων μεταξύ των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας είναι συμμετρικές, στο μέτρο που επενδύουν μεταξύ τους. Σε χτυπητή αντίθεση με αυτό, οι διασυνοριακές επενδύσεις μεταξύ των παγκόσμιων χωρών του Νότου και των “Τριαδικών” εθνών είναι εξαιρετικά ασύμμετρες: οι ΑΞΕ Ν-Β αποτελεί αμελητέο κλάσμα των ΑΞΕ Β-Ν. […] Δεδομένου ότι το συσσωρευμένο απόθεμα των άμεσων ξένων επενδύσεων στο Νότο έχει αυξηθεί, η ροή των επαναπατρισμένων κερδών έχει αυξηθεί σε ένα ισχυρό χείμαρρο […] στο σημείο όπου ο επαναπατρισμός κέρδους Ν-Β προσεγγίζει τώρα, εάν δεν υπερβαίνει, τις νέες ροές άμεσων ξένων επενδύσεων Β-Ν. Ο Μίλμπεργκ σχολιάζει ότι "οι καθαρές ροές κεφαλαίων [...] είναι αναμφισβήτητα [...] διεστραμμένες, υπό την έννοια ότι η αποπληρωμή του χρέους και ο επαναπατρισμός του κέρδους από πολυεθνικές επιχειρήσεις οδήγησαν σε μια ροή από τις αναπτυσσόμενες στις ανεπτυγμένες χώρες".  […] Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση Επενδύσεων 2008 της Unctad, τα κέρδη των πολυεθνικών επιχειρήσεων «παράγονται όλο και περισσότερο στις αναπτυσσόμενες χώρες και όχι στις ανεπτυγμένες χώρες”. […] Τα δηλωθέντα κέρδη αγνοούν τις υποτιμημένες αναφορές, τις τιμές μεταβίβασης κ.λπ., οι οποίες είναι πιθανό να υποτιμήσουν σημαντικά την πραγματική κλίμακα των ροών κέρδους Νότου-Βορρά. […] οι ροές άμεσων ξένων επενδύσεων μεταξύ των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής διογκώνονται από μη παραγωγικές επενδύσεις. Επιπλέον, μεγάλο μέρος της υποτιθέμενης «μεταποιητικής επένδυσης Β-Β» είναι σε επιχειρήσεις που έχουν μεταφέρει σε υπεράκτιες δραστηριότητες / υπεργολαβίες ορισμένες ή όλες τις παραγωγικές τους δραστηριότητες προς χώρες χαμηλών μισθών. […] Το συντριπτικό βάρος των συγχωνεύσεων και εξαγορών στις ροές ΑΞΕ Β-Β αντικατοπτρίζει μια διαδικασία συγκέντρωσης και μονοπωλίου μεταξύ των πολυεθνικών επιχειρήσεων, στον χρηματοπιστωτικό τομέα και σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους, παράλληλα με τη μετατόπιση των παραγωγικών διαδικασιών σε «αναπτυσσόμενες» οικονομίες χαμηλού μισθού. Οι στατιστικές των ΑΞΕ συγχωνεύουν έτσι δύο πολύ διαφορετικές τάσεις: τη διαδικασία συγκέντρωσης ιδιοκτησίας στα χέρια των βορείων καπιταλιστών και τη διαδικασία αποσύνθεσης των παραγωγικών διαδικασιών και τη διασπορά τους, όπου είναι δυνατόν, στα νότια έθνη
από το Κεφάλαιο 2.3, Μεταφορά σε υπεράκτιες εταιρείες, υπεργολαβίες και «παγκόσμιο εργασιακό arbitrage», σελ. 70-79 του ως άνω Smith J (2010).
[89] Βλ. ως άνω Smith J (2010, 2016).
[90] «Ο Δείκτης Συνθετότητας, του οποίου το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα, σύμφωνα με τους Abdon et al., είναι ότι "οι πλουσιότερες χώρες είναι οι κύριοι εξαγωγείς των πιο σύνθετων προϊόντων, ενώ οι φτωχότερες χώρες είναι οι κύριοι εξαγωγείς των λιγότερο σύνθετων προϊόντων" αποκαλύπτει με αξιοσημείωτη σαφήνεια την έκταση στην οποία οι φτωχές χώρες, και επομένως οι εταιρείες των φτωχών χωρών, δεν ανταγωνίζονται με εταιρείες σε πλούσιες χώρες.»
από το Κεφάλαιο 3 Οι δύο μορφές της σχέσης της υπεργολαβίας, παράγραφος Ασύμμετρες δομές αγοράς: μονοπωλιακές «ηγέτιδες εταιρείες» στο Βορρά, ανηλεής ανταγωνισμός στο Νότο, σελ. 91, από το ως άνω Smith J (2016), μετ. Δ. Περδίκης.
[92] Παράδειγμα της σχολαστικότητας των εννοιών της «ιμπεριαλιστικής πυραμίδας», αλλά και του «υποϊμπεριαλισμού» είναι προτάσεις όπως η παρακάτω, όπου -από την πλευρά μας τουλάχιστον- δεν μπορεί να γίνει κατανοητή οποιαδήποτε διαφορά από τη λενινιστική έννοια της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης: «Ο ελληνικός υπο-ιμπεριαλισμός, εν μέσω της διαρκούς υποβάθμισης του στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και έχοντας απωλέσει τους περισσότερους βαθμούς ελευθερίας κίνησης έναντι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, είναι πλήρως ανίκανος να κινηθεί ανεξάρτητα από τους ξένους πάτρωνές του.» από το Μαυρουδέας Σ. Είκοσι χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ η ευρωπαϊκή ενοποίηση βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση. Η πάλη για την αποδέσμευση από την ΕΕ βασικός κόμβος της επαναστατικής στρατηγικής. ΠΡΙΝ, 21-04-2019.
[93] Αντιθέτως το ΑΕΠ είναι ένας πολύ κακός δείκτης της ιμπεριαλιστικής ισχύος, καθώς συγχέει την αξία που καρπώνεται μια εθνική οικονομία με την αξία που παράγει, συσκοτίζοντας τις επιδράσεις των διαφορών παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου και ποσοστού υπεραξίας μεταξύ των χωρών. Βλ. ως άνω Smith J. (2010, 2016).
[94]Βλ. ως άνω Carchedi G. & Roberts M. (2019).
[95] Για μια απόπειρα να συνδυαστούν διαφορετικά κριτήρια σε έναν δείκτη «ιμπεριαλιστικής ισχύος» βλ. Norfield T. (2019) Index of Power Update, 2018-19: China #2. Η εκτίμησή μας, ωστόσο, είναι ότι ο δείκτης αυτός είναι ενδεικτικός της σύγχυσης μεταξύ του σκοπού και των μέσων της ιμπεριαλιστικής ισχύος.
[96]«Όσο για τα «μισοαποικιακά» κράτη, μας προσφέρουν ένα παράδειγμα των μεταβατικών εκείνων μορφών, που τις βρίσκουμε σε όλες τις περιοχές της φύσης και της κοινωνίας. Το χρηματιστική κεφάλαιο είναι μια τόσο μεγάλη, μπορούμε να πούμε, αποφασιστική δύναμη σ’ όλες τις οικονομικές και σ’ όλες τις διεθνείς σχέσεις, που είναι σε θέση να υποτάξει, και υποτάσσει πραγματικά, ακόμη και τα κράτη που απολαμβάνουν την πιο πλήρη πολιτική ανεξαρτησία.[…] το χρηματιστικό κεφάλαιο και η […] διεθνής πολιτική […] δημιουργούν ολόκληρη σειρά από μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης. Χαρακτηριστικές γι’ αυτή την εποχή δεν είναι μόνο οι δύο βασικές ομάδες χωρών: οι χώρες που κατέχουν αποικίες και οι αποικιακές χώρες, αλλά και οι ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά, τυπικά είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες τα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης
στο Κεφάλαιο VI. Το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, σελ. 95 & 99, του ως άνω Λένιν (2009).
[97] «Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε σε παγκόσμιο σύστημα αποικιακής καταπίεσης και χρηματιστικής κατάπνιξης της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού της γης από μια χούφτα ‘προηγμένες’ χώρες.»
από τον Πρόλογο στη Γαλλική και τη Γερμανική έκδοση, σελ. 11, στο ως άνω Λένιν (2009).
[98]«Στην εποχή του ιμπεριαλισμού η όλη τούτη δομή αλλάζει δραστικά. Γιατί και η διαδικασία πρωτογενούς συσσώρευσης του κεφαλαίου στις όχι ακόμη καπιταλιστικοποιημένες οικονομίες γίνεται πια υποτελής στην αναπαραγωγή του μεγάλου καπιταλιστικού κεφαλαίου της Δύσης. Την οικονομική ανάπτυξη του ‘Τρίτου Κόσμου’ καθορίζει πλέον η εξαγωγή κεφαλαίου από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, αντί για τη διαδικασία πρωτογενούς συσσώρευσης από τις εγχώριες ηγέτιδες τάξεις. Κι η ανάπτυξη τούτη διαμορφώνεται σα συμπλήρωμα στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής στις μητροπόλεις – κι αυτό όχι σαν έμμεση συνέπεια του συναγωνισμού από τα φτηνά προϊόντα της μητρόπολης, όσο σαν άμεσο αποτέλεσμα του γεγονότος πως κι η επένδυση του κεφαλαίου ξεκινά από τη μητρόπολη κι αποβλέπει μονάχα σ ‘επιχειρήσεις που υπηρετούν τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας.»
στο Κεφάλαιο 2 Η δομή της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας σελ. 51 στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[99] «Αν θα χρειαζόταν να δοθεί ένας όσο το δυνατό πιο σύντομος ορισμός του ιμπεριαλισμού, θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού […] παρακάτω πέντε βασικά του γνωρίσματα: 1) συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή, 2) συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του ‘χρηματιστικού κεφαλαίου, 3) εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτά η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων, 4) συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο και 5) έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές Δυνάμεις.»
στο Κεφάλαιο VII. Ο Ιμπεριαλισμός, ιδιαίτερο στάδιο του καπιταλισμού, σελ. 104-105, στο ως άνω Λένιν (2009). Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι ο Λένιν ορίζει τον ιμπεριαλισμό στη βάση μεταβολών στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, στη διεθνή αγορά και στις διακρατικές σχέσεις, αλλά όχι στη σφαίρα της παραγωγής. Αυτό είναι αναμενόμενο δεδομένου του ότι στην εποχή που αυτός έζησε και παρατήρησε δεν είχε διεθνοποιηθεί ακόμη η παραγωγή, και η διεθνής αγορά διαμορφώνονταν στη βάση εξαγωγών κεφαλαίου (κυρίως μη άμεσα παραγωγικών) και του διεθνούς εμπορίου. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι κάποιον ρόλο μπορεί να έπαιξε και η μη δημοσίευση των Grundrisse πριν από τη δεκαετία του 1930.
[101] «Επιβάλλεται δω μια διπλή προειδοποίηση. Πρώτο, δε χρησιμοποιώ τον όρο ύστερος καπιταλισμός με την έννοια πως ο καπιταλισμός απόχτησε μιαν ‘καινούρια οντότητα’, που να φανερώνει μ’ οποιοδήποτε τρόπο πως ξεπεράστηκαν τάχα τ’ αναλυτικά πορίσματα του ‘Κεφαλαίου’ του Μαρξ και του ‘Ιμπεριαλισμού’ του Λένιν. Ακριβώς όπως για το Λένιν η ανάλυση του Ιμπεριαλισμού ήταν δυνατή μονάχα πάνω στη βάση του ‘Κεφαλαίου’ και σαν επιβεβαίωση της γενικής νομοτέλειας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που αποκάλυψε ο Μαρξ, έτσι και για μας η προσπάθεια για μια μαρξιστική ανάλυση του ύστερου καπιταλισμού μονάχα σαν επιβεβαίωση της λενινιστικής ανάλυσης του ιμπεριαλισμού είναι νοητή. Η εποχή του ύστερου καπιταλισμού δεν είναι ένα καινούριο στάδιο στην εξέλιξη του καπιταλισμού, αλλ’ απλώς η παραπέρα ανάπτυξη του ιμπεριαλιστικού σταδίου του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Εξυπακούεται δηλαδή πως στον ύστερο καπιταλισμό διατηρούν την εγκυρότητά τους τα γνωρίσματα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, όπως ταχει περιγράψει ο Λένιν.»
στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[102] Βλ. ως άνω Roberts M (2018) για τη σύνδεση μεταξύ κύκλων κερδοφορίας και εναλλαγών μεταξύ προστατευτισμού και παγκοσμιοποίησης, όπως και το Κεφάλαιο 4 Τα «μακρά κύματα» στην ιστορία του καπιταλισμού στο ως άνω έργο του Μάντελ.
[103] Βλ. Roberts M (2017) Mapping out the class struggle –from the point of view of capitalist accumulation, Capital 150 Conference, London, September 19th, 2017, για τη σύνδεση μεταξύ κύκλων κερδοφορίας και ταξικής πάλης.
[105] «Απ’ όσα είπαμε πιο πάνω για την οικονομική ουσία του ιμπεριαλισμού βγαίνει ότι πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε σαν μεταβατικό, ή πιο σωστά, σαν καπιταλισμό που πεθαίνει.»
στο Κεφάλαιο Χ. Η ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού, σελ. 147, στο ως άνω Λένιν (2009).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιό σας θα δημοσιευτεί μόνο αν περιέχει το ονοματεπώνυμό σας και κατόπιν επιβεβαίωσής της ταυτότητάς σας. Αν είναι η πρώτη φορά που σχολιάζετε, παρακαλώ στείλτε μου και τα στοιχεία επικοινωνίας σας (πχ e-mail) με ένα e-mail.