Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Σημειώσεις για τον ιμπεριαλισμό, ως το σύγχρονο, και ανώτερο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής

Περίληψη

Ο σύγχρονος καπιταλισμός, είναι, κατά λογική σειρά προτεραιότητας:
- όσον αφορά τους κυρίαρχους τρόπους αναπαραγωγής του κεφαλαίου, δηλ. εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο για την απόσπαση υπεραξίας:
ο καπιταλισμός όπου κυρίαρχη τάση είναι η υπερεκμετάλλευση της εργασίας ως αντιστάθμισμα στην κρίση της σχετικής υπεραξίας,
-όσον αφορά τις παραγωγικές δυνάμεις:
ο καπιταλισμός της διάκρισης της επιστημονικής εργασίας από την υπόλοιπη παραγωγική εργασία και της ανάδειξής της σε κυρίαρχη παραγωγική δύναμη,
- όσον αφορά τον τρόπο παραγωγής:
ο καπιταλισμός της αποβολής της ζωντανής, άμεσης εργασίας από την παραγωγή (προς όφελος μη παραγωγικών -(υπερ)αξίας- δραστηριοτήτων) λόγω της ευρείας χρήσης αυτοματισμών, και κατά συνέπεια, του κλονισμού της χρονικής διάρκειας της άμεσης εργασίας ως μέτρου της αξίας,
- όσον αφορά τις παραγωγικές σχέσεις:
ο καπιταλισμός στον οποίο αποκτά κυρίαρχο λόγο η νομική ιδιοκτησία του κεφαλαίου, και η χρήση της πολιτικής ισχύος που αυτή επιφέρει, για τον προσπορισμό διαφόρων ειδών προσόδων, έναντι της λειτουργίας του κεφαλαίου στην παραγωγή,
- όσον αφορά την κοινωνικοποίηση της παραγωγής μέσω του ανταγωνισμού:
μονοπωλιακός καπιταλισμός, της υπερσυγκέντρωσης του κεφαλαίου, στον οποίο γίνεται κυρίαρχος ο ρόλος διαφορετικών ειδών συστηματικών μονοπωλιακών προσόδων
- όσον αφορά την λειτουργία του κράτους στην παραγωγή:
ο απολυταρχικός καπιταλισμός στον οποίο το κράτος γίνεται αναγκαίος όρος τόσο της σχετικής υπεραξίας, μέσω της θεσμοποίησης της πνευματικής ιδιοκτησίας, δηλ., εμποδίων στην διάδοση, χρήση και αναπαραγωγή της επιστημονικής γνώσης, όσο και της υπερεκμετάλλευσης, μέσω της καταστολής της κυκλοφορίας της εργ. δύναμης (δηλ. της μετανάστευσης), κι όπου, κατά συνέπεια, η παρέμβαση του κράτους όλο και περισσότερο καταργεί την τυπική ελευθερία και ισότητα των παραγωγών, καθώς προσέρχονται στην καπιταλιστική αγορά ως κάτοχοι εμπορευμάτων (είτε κεφαλαίου, είτε εργ. δύναμης),
- όσον αφορά τη διεθνή αγορά:
ο καπιταλισμός της διεθνοποίησης της παραγωγής σε πολωμένες παραγωγικές αλυσίδες μεταφοράς (υπερ)αξίας, στους ανώτερους κρίκους των οποίων συγκεντρώνονται η ιδιοκτησία του κεφαλαίου και της νέας γνώσης, αλλά και ειδικευμένη και ακριβή εργατική δύναμη, και στους κατώτερους το μη μονοπωλιακό κεφάλαιο και η φτηνή, υπερεκμεταλλευόμενη εργασία,
-όσον αφορά τις διακρατικές σχέσεις:
ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός, όπου η πολιτικο-στρατιωτική βία χρησιμοποιούνται για την αναπαραγωγή ή/και βελτίωση της θέσης του συνολικού κεφαλαιοκράτη του κάθε εθνικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού στις διεθνοποιημένες παραγωγικές αλυσίδες, αλλά και για την εξασφάλιση κάθε είδους πρσόδων (από την εκμετάλλευση πρώτων υλών, πλούσιου (ή εύφορου) (υπ)εδάφους κοκ)
-όσον αφορά τα εσωτερικά όρια του κεφαλαίου:
ο καπιταλισμός της κρίσης της σχετικής υπεραξίας, της αποβολής της αμέσης εργασίας -της μόνης που παράγει (υπερ)αξία- από την παραγωγή, της πτώσης του ποσοστού κέρδους λόγω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, ο καπιταλισμός των πιο συχνών και ισχυρών κρίσεων, έναντι της αδύναμης και ασταθούς ανάκαμψης,
- όσον αφορά τα εξωτερικά όρια του κεφαλαίου:
ο καπιταλισμός όπου το Κεφάλαιο όχι μόνο έχει κυριαρχήσει σχεδόν στο σύνολο του κόσμου, αλλά επιπλέον θέτει υπό τέτοια κυριαρχία την φύση και την ανθρώπινη κοινωνική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων του μη εργάσιμου χρόνου και της αναπαραγωγής της εργ. δύναμης, του πολιτισμού κοκ, όπου γίνεται φανερός ο κίνδυνος της ολικής καταστροφής του σύγχρονου ανθρώπινου πολιτισμού (καταστροφή φυσικού περιβάλλοντος, πιθανότητα θερμοπυρηνικού πολέμου, πολιτιστική εξαθλίωση κοκ)
-όσον, αφορά, τέλος, τη θέση του στην ιστορία:
το ανώτατο, και τελευταίο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλισμού, αυτό της ωριμότητας που μετατρέπεται σε παρατεταμένο και παρασιτικό γήρας, σε μια βαρβαρότητα πρωτοφανή ιστορικά, απόρροια της προσέγγισης τόσο των εσωτερικών, όσο και των εξωτερικών του ορίων, όπου η περαιτέρω ανάπτυξη και επέκτασή του εις βάρος των εναπομείναντων προ-κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής έχει ιστορικά αντιδραστικό χαρακτήρα.


Παρακάτω καταγράφω μερικές σκέψεις για τον ιμπεριαλισμό, όσο πιο οργανωμένα γίνεται, και ως σκελετό για ένα άρθρο προς δημοσίευση (στο όχι πολύ μακρυνό μέλλον ελπίζω!).
Θα συνεχίσω να δουλεύω στο κείμενο, να προσθέτω αναφορές κοκ στους επόμενους μήνες.

1. Ασχολούμαστε με τον ιμπεριαλισμό ως στάδιο της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο ιμπεριαλισμός ως φαινόμενο στις διακρατικές σχέσεις ενός παγκοσμιοποιημένου πλέον καπιταλιστικού συστήματος είναι κάτι διαφορετικό και έπεται. Χρησιμοποιούμε τον ιστορικό όρο "ιμπεριαλισμός", για το ιστορικό στάδιο, όχι απαραίτητα διότι αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο το περιεχόμενο, αλλά από μετριοφροσύνη (η επιβολή άλλου όρου προϋποθέτει το να πείσουμε πλατιά πρώτα απ' όλα για το περιεχόμενο), και από έγνοια να επικοινωνήσουμε με τα εκατομμύρια των μαρξιστών ανά τον κόσμο.
2. Περιοδολογούμε την βασική σχέση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ), δηλ. την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, μέσα από την οποία αυτο-αναπαράγεται το κεφάλαιο. Η αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλ. της κοινωνίας όπου κυριαρχεί ο ΚΤΠ, περνάει μέσα από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Ο ΚΤΠ προσδιορίζεται από τη διαλεκτική ενότητα των παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμη της εξέλιξής του.
Το κράτος αποτελεί στιγμή των παραγωγικών σχέσεων στην ταξική καπιταλιστική κοινωνία, ως η θεσμοθετημένη και οργανωμένη βία που διασφαλίζει την κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας. Ως τέτοια δεν είναι άσχετο με τις παραγωγικές σχέσεις, αν και εμφανίζεται σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης.
Η άποψη που παρουσιάζω παρακάτω δεν είναι ολοκληρωμένη. Επικεντρώνω στη μετάβαση στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, και όχι στα προηγούμενα στάδια της ανάπτυξης του ΚΤΠ. Επίσης, δεν ασχολούμαι συγκεκριμένα με την πλευρά των παραγωγικών δυνάμεων. Από αυτήν συγκρατώ μόνο το αποτέλεσμά τους όσον αφορά την παραγωγικότητα και την κοινωνικοποίηση της παραγωγής, και όχι το πώς ακριβώς οδηγούν σε αυτά τα αποτελέσματα. Αντίστοιχα, για το κράτος, με ενδιαφέρει μόνο η επίδρασή του στο νόμο της αξίας, και όχι άλλες πλευρές του.

3. Ο πιο σύντομος και σχηματικός ορισμός που δίνω, λοιπόν, στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, στο πιο υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, είναι ο εξής:
Ιμπεριαλισμός είναι το στάδιο της ιστορικής ανάπτυξης του ΚΤΠ όπου αναδεικνύεται σε κυρίαρχη τάση η υπερέκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, έναντι των άλλων δύο μορφών εκμετάλλευσης, την απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, και η οποία βασίζεται στην διαφοροποίηση της εργασίας στο πεδίο της ταξικής πάλης εις βάρος της τυπικής ελευθερίας και ισότητας των παραγωγών.
Αυτό δε σημαίνει ότι μειώνονται σχετικά με το δικό τους μέγεθος η απόλυτη και σχετική υπεραξία. Μπορούν κάλλιστα να αυξάνονται και αυξάνονται. Αλλά αυξάνεται πιο γρήγορα, και κυριαρχεί σχετικά με τις άλλες δύο μορφές, η υπερεκμετάλλευση της εργασίας.
Την υπερεκμετάλλευση μπορούμε να την ορίσουμε σε 3 διαδοχικά επίπεδα, από το ευρύτερο, στο στενότερο:
α. Η ύπαρξη συστηματικά αναπαραγόμενων διαφοροποιήσεων της τιμής της εργατικής δύναμης εντός της εργασίας, δηλ. διαφοροποιήσεων η αναπαραγωγή των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, ή με άλλα λόγια, διαφοροποιήσεων μέσω της αναπαραγωγής των οποίων αναπαράγεται το κεφάλαιο, και επομένως και η καπιταλιστική κοινωνία γενικότερα.
β. Η έννοια αυτή μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω αν υποθέσουμε την ύπαρξη μιας μέσης αξίας της εργ. δύναμης παγκοσμίως και διά όλων των κοινωνικών στρωμάτων της εργασίας, είτε απλά ως στατιστικό μέσο όρο, είτε και ως μια τιμή προς την οποία έλκονται (κέντρο βάρους) οι επί μέρους διαφοροποιημένες τιμές της εργατικής δύναμης. Τότε, ως υπερεκμετάλλευση ορίζεται η συστηματική αναπαραγωγή γεωγραφικών και κοινωνικών μερίδων της ε.τ. που πωλούν την εργ. τους δύναμη σε τιμές κάτω από αυτήν την μέση τιμή.
γ. Με την πιο στενή έννοια, νοείται η υπερεκμετάλλευση ως η πώληση της εργ. δύναμης κάτω από την κοινωνική της αξία, δηλ. σε μια τιμή που δεν εξασφαλίζει πλήρως την αναπαραγωγή της εντός των ιστορικών (οικονομικών, πολιτιστικών, ηθικών κοκ) πλαισίων μια ορισμένης καπιταλιστικής κοινωνίας.
Νομίζω ότι και οι τρεις ορισμοί βρίσκουν εμπειρική εφαρμογή στον έναν ή στον άλλον βαθμό. Χρειάζεται περαιτέρω ποσοτική έρευνα για να δούμε πως και τι ακριβώς ισχύει.
Η υπερεκμετάλλευση αποτελεί ξεχωριστή στρατηγική εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο καθώς δεν αποσκοπεί ούτε στην επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας κατά απόλυτο τρόπο (απόλυτη υπεραξία), ούτε στην αύξηση της παραγωγικότητας ή έντασης της εργασίας για τη σμίκρυνση της κοινωνικής αξίας της εργατικής δύναμης, και επομένως την σχετική αύξηση της υπεραξίας, αλλά στοχεύει στην πίεση μέσω της ταξικής πάλης για την μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, για την ίδια εργάσιμη μέρα, και την την ίδια παραγωγικότητα και ένταση της εργασίας.

Αυτή είναι η λογική πλευρά του ορισμού.
Από την ιστορική πλευρά, ο ιμπεριαλισμός ορίζεται, εν συντομία, ακριβώς ως το ιστορικό σημείο καμπής όπου η επέκταση του κεφαλαίου δεν φέρνει πλέον μια προοδευτική εξίσωση (έστω τυπική) των παραγωγών, αλλά η ιστορική του πορεία αντιστρέφεται από προοδευτική σε αντιδραστική, αναπαράγοντας και επεκτείνοντας σχέσεις ανισότητας και καταπίεσης μαζί με την αναπαραγωγή και επέκταση του κεφαλαίου.
Από την ιστορική πλευρά, λοιπόν, ο ΚΤΠ περνά στο στάδιο του ιμπεριαλισμού από τη στιγμή που συμβαίνουν τα εξής:
α. η διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων οδηγεί σε ένα βαθμό άυξησης της παραγωγικότητας και της κοινωνικοποίησης της εργασίας, ώστε
β. να προσεγγίζει τα όριά της η εντατική ανάπτυξη του καπιταλισμού μέσω της απόσπασης σχετικής υπεραξίας, λόγω της αποβολής της ζωντανής εργασίας από την παραγωγή (αύξηση οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου->μείωση ποοστού κέρδους),
γ. η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, με τη μορφή που παίρνει της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου πέρα από κάποιο όριο, επιτρέπει την άσκηση άμεσης, κυρίως εξωοικονομικής, βίας στην ταξική πάλη, όχι απλά για την επιβεβαίωση των σχέσεων παραγωγής, αλλά και για τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης.
δ. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί και ότι η επέκταση της σχέσης του κεφαλαίου παγκοσμίως, αλλά και σε τομείς οι οποίοι εξαιρούνταν στο παρελθόν της εμπορευματοποίησης (πχ τομείς της άμεσης αναπαραγωγής της εργ. δύναμης), σημαίνει ότι το κεφάλαιο αγγίζει και τα εκτατικά όρια της ανάπτυξής του. Αυτό με τη σειρά του συμβάλει στην ιστορική δυνατότητα της υπερεκμετάλλευσης, καθώς σε συνδυασμό με την αποβολή της ζωντανής εργασίας από την παραγωγή (δείτε σημείο β παραπάνω) μεγενθύνει σε ιστορικά νέα όρια την ανεργία, δηλ. τον εφεδρικό στρατό της εργατικής τάξης, και μειώνει τη διαπραγμευτική της δύναμη στην ταξική πάλη για την τιμή της εργ. δύναμης.

4. Προχωρώντας λίγο πιο συγκεκριμένα, φέρνουμε στο προσκήνιο και τις διαστρωματώσεις εντός του κεφαλαίου, και τον ανταγωνισμό μεταξύ των ατομικών κεφαλαίων.
Παρατηρούμε ότι συγκέντρωση του κεφαλαίου που οδηγεί στην εμφάνιση του μονοπωλίου, σημαίνει ότι υπάρχει η απαραίτητη συγκέντρωση ισχύος στην ταξική πάλη όχι μόνο για την επιβολή της υπερεκμετάλλευσης, αλλά ταυτόχρονα και για την διαφοροποιημένη απολαβή του οφέλους αυτής, ή με άλλα λόγια, η αντανάκλαση της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας είναι τα μονοπωλιακά υπερκέρδη, δηλ., κέρδη συστηματικά αναπαραγόμενα άνω του μέσου ποσοστού κέρδους. Εδώ ισχύει το ίδιο που αναφέραμε και για την εργατική δύναμη. Δεν είναι απαραίτητο ότι υπάρχει ένα μέσο ποσοστό κέρδους παγκοσμίως που έλκει όλα τα εθνικά και κλαδικά ποσοστά κέρδους. Το μέσο εδώ μπορούμε να το δούμε απλά και ως μια στατιστική έννοια.

5. Είδαμε ότι η υπερεκμετάλλευση προκύπτει μέσα από τη διαφοροποίηση της τιμής της εργατικής δύναμης, δηλ. δεν ασκείται εξίσου σε όλα τα τμήματα της εργατικής τάξης. Αντίστοιχα, είδαμε ότι δεν μπορούν να επωφεληθούν εξίσου αυτής όλα τα τμήματα του κεφαλαίου, παρά μόνο τα πιο συγκεντρωμένα, τα μονοπώλια, τα οποία μπορούν να ασκήσουν την εν λόγω πίεση στην ταξική πάλη, και ταυτόχρονα στον ανταγωνισμό τους με τα άλλα κεφάλαια.
Τέτοιες διαφοροποιήσεις έρχονται σε αντίθεση με τη βασική παραδοχή του Κεφαλαίου του Μαρξ της τυπικής ισότητας και ελευθερίας των παραγωγών.
Ως συνέπεια αυτού, η κοινωνικοποίηση της παραγωγής στον ιμπεριαλισμό δεν οδηγεί στον σχηματισμό των τιμών παραγωγής, του ποσοστού κέρδους, και του βαθμού εκμετάλλευσης της εργ. δύναμης, με τον ακριβή μηχανισμό που περιγράφεται στο Κεφάλαιο του Μαρξ, και προϋποθέτει την απουσία κάθε εξω-οικονομικής βίας, δηλ. την τυπική ελευθερία και ισότητα των παραγωγών, εργατών και κεφαλαίων, καθώς προσέρχονται στη διευρυμένη εμπορευματική αναπαραγωγή ως κάτοχοι και πωλητές/αγοραστές εμπορευμάτων (εργασίας ή κεφαλαίου αντίστοιχα). Υπενθυμίζω ότι ο ανταγωνισμός στο Κεφάλαιο, οδηγεί σε εξίσωση των τιμών παραγωγής ενδοκλαδικά, και σε εξίσωση των ποσοστών κέρδους μεταξύ των ρυθμιστικών κεφαλαίων (κεφάλαια που υλοποιούν τις τεχνικές παραγωγής που θα υιοθετούσε ένα νέο κεφάλαιο που θα επενδύοταν στον κλάδο) διακλαδικά, ενώ προϋποθέτει μια ενιαία τιμή της εργ. δύναμης σε όλη την κοινωνία (μετά από αναγωγή της αξίας της ειδικευμένης εργ. δύναμης στην ανειδίκευτη).
Το θεωρητικό πρόβλημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο επομένως η εν λόγω τροποποίηση/απόκλιση από τον νόμο της αξίας μπορεί να αποτελεί εσωτερική σχέση του κεφαλαίου, ή είναι εξωτερική αυτού. Ο Μαρξ, χωρίς να αγνοεί τα εμπειρικά δεδομένα περί τέτοιων αποκλίσεων ακόμη και στην εποχή του, τις θεώρησε εξωτερικές, άσχετες, με την ουσία του κεφαλαίου. Αυτό ήταν φυσιολογικό για την εποχή στην οποία έγραφε το Κεφάλαιο όταν η επέκταση της σχέσης του κεφαλαίου εις βάρος των απολυταρχικών προ-καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής επέκτεινε την τυπική ισότητα και ελευθερία των παραγωγών, δηλ. είχει προοδευτική και απελευθερωτική ιστορική σημασία.
Δε δικαιολογείται, όμως, στους σημερινούς μαρξιστές να παραμείνουν δογματικά προσκολλημένοι σε αυτήν την επιλογή στην ιστορική εποχή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, ή ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, κλείνοντας τα μάτια τους στις πιο σκληρές μορφές εκμετάλλευσης της εποχής μας.
Εφόσον η σχέση του κεφαλαίου συνεχίζει να επεκτείνεται στον κόσμο και σε όλους τους τομείς της αναπαραγωγής της κοινωνίας, αν θεωρήσουμε ότι η επέκταση αυτή συνεχίζει να έχει ιστορικά προοδευτικά και απελευθερωτικά χαρακτηριστικά, τότε προβαίνουμε, ηθελημένα ή μη, σε μια απολογητική του ιμπεριαλισμού, καουτσκικής χροιάς. Πρέπει να αποφασίσουμε αν θα συνταχθούμε με όσους ισχυρίζονται ότι αποτελεί πρόοδο και απελευθέρωση η είσοδος εκατοντάδων εκατομμυρίων νέων εργατριών και εργατών στην ΝΑ Ασία, την Λατ. Αμερική κοκ στην μισθωτή εργασία, ή αν αντίθετα αποτελεί συνέχιση της "σκλαβιάς" στην οποία ζούσανε, αλλά αυτήν τη φορά με τη μορφές που επιβάλλει ο ΚΤΠ.
Το ερώτημα είναι καυτό και πρέπει να απαντηθεί με σαφήνεια: καθώς επεκτείνεται ο καπιταλισμός παντού φέρνει την τυπική ισότητα και ελευθερία των παραγωγών ή αναπαράγει ανισότητες και καταπίεση, αυτή τη φορά ενταγμένες και επομένως εσωτερικές της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής;
Αν απαντήσουμε το δεύτερο, τότε πρέπει να δούμε πώς αυτό τροποποιεί το νόμο της αξίας.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε με θεωρητική τόλμη την τρομερή αντίθεση που προκύπτει
από τη μια, από την ολοένα και πιο συντριπτική υπεροχή του ΚΤΠ, καθώς διεθνοποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο, επιβάλλοντας μιας ενότητα που σχετίζεται με την κυριαρχία του νόμου της αξίας σε όλον τον κόσμο,
και από την άλλη από την συστηματική αναπαραγωγή αντιθέσεων, ανισοτήτων και καταπίεσης κληρονομημένων από το προκαπιταλιστικό παρελθόν του ιμπεριαλισμού, που τροποποιούν τη λειτουργία του νόμου της αξίας.

6. Συνεχίζουμε τα βήματα προς το συγκεκριμένο τώρα για να εντοπίσουμε τους κυριότερους μηχανισμούς με τους οποίους η σύγχρονη κοινωνικοποίηση της καπιταλιστατικής παραγωγής επιτρέπει τη συστηματική αναπαραγωγή υπερεκμετάλλευσης για την εργασία και υπερκερδών για το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Εδώ βάζουμε πλέον στην οπτική μας και το κράτος, τα κρατικά σύνορα, και τις διαφορετικές εθνικές οικονομίες.
Οι βασικοί μηχανισμοί λοιπόν είναι οι εξής:
α. Ο περιορισμός της κυκλοφορίας της εργ. δύναμης, κυρίως διά των κρατικών συνόρων με νόμους και μέσα καταστολής που θεσμοθετήθηκαν και των οποίων η εφαρμογή κατέστη τεχνικώς δυνατή μόνο μετά την αυγή του ιμπεριαλισμού στις αρχές του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα, παρατηρείται περιθωριοποίηση και διαφοροποίηση της εργασίας και εντός της κάθε χώρας (1 στους 110 εργαζόμενοι φυλακισμένοι στις ΗΠΑ, γκέτο μεταναστών, ή μειονοτήτων, ρατσισμός πχ Μαύροι και Λατίνοι στις ΗΠΑ) κοκ. Ο μηχανισμός είναι το κλειδί για τη διαφοροποίηση της τιμής της εργ. δύναμης, και συνδυάζεται με τα υψηλότατα επίπεδα ανεργίας στις χώρες όπου επεκτείνεται η σχέση του κεφαλαίου (αναπτυσσόμενες χώρες), και όπου εγκλωβίζεται η εργ. δύναμη.
β. Ο περιορισμός της διάχυσης της νέας τεχνολογίας και των νέων τεχνικών παραγωγής, μέσω της διακρατικής νομοθεσίας για την προστασία των ευρεσιτεχνιών και των πνευματικών δικαιωμάτων.
Ο περιορισμός αυτός αποτρέπει τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων να καταλήξει στην εξίσωση των ποσοστών κέρδους με το ρυθμό και στο βαθμό που αυτό θα συνέβαινε αν η διάχυση αυτή ήταν ελέυθερη. Μέρος του μηχανισμού αυτού αποτελεί η διαφοροποίηση στην ελαστικότητα ζήτησης των παραγόμενων προϊόντων που ανεβάζει τις τιμές πώλησής τους, αλλά και ο σχετικός παρασιτικός προσπορισμός εισοδημάτων για τους κατόχους των εν λόγω δικαιωμάτων.
Ενώ ο μηχανισμός αυτός φαίνεται να αφορά κυρίως τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων, στην πραγματικότητα είναι πολύ σημαντικός για τη διαφοροποίηση της εργασίας, η οποία δεν είναι μόνο γεωγραφική, αλλά ακολουθεί το δίπολο ειδικευμένη-ανειδίκευτη εργασία. Βεβαίως, η ειδικευμένη εργασία έτσι κι αλλιώς έχει μεγαλύτερη κοινωνική αξία από την ανειδίκευτη, καθώς απαιτεί μεγαλύτερη και ποιοτικότερη κατανάλωση για την (ανα)παραγωγή της. Ωστόσο, οι διαφορές που εμφανίζονται στην τιμή της εργατικής δύναμης δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο στη βάση αυτής της διαφοράς, ενώ η ίδια η διαφοροποίηση μεταξύ ειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας αποκτά επιπλέον κοινωνικές και γεωγραφικές διαστάσεις ακριβώς μέσω της ιμπεριαλιστικής μονοπώλησης της τεχνολογίας. Η διάκριση αυτή μεταξύ ειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας είναι ο τρόπος που απαντά το κεφάλαιο στην αύξηση της οργανικής σύνθεσής του. Προνόμια και συμμαχία (μέσα σε όρια πάντα) με την ειδικευμένη εργασία, υπερεκμετάλλευση στην άφθονη ανειδίκευτη εργασία.
Τα (α) και (β) αφορούν άμεσα τη σφαίρα της παραγωγής, και αποτελούν από τα νεότερα φαινόμενα του ώριμου πλέον ιμπεριαλισμού που γνωρίσαμε ως απάντηση στην κρίση του 1970. Οδηγούν στην οργάνωση της παραγωγής στη βάση διεθνοποιημένων αλυσίδων παραγωγής και μεταφοράς (υπερ)αξίας, όπου οι τιμές παραγωγής, ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και το ποσοστό κέρδους αποκλίνουν συστηματικά από τα όσα προβλέπει ο νόμος της αξίας, όπως διατυπώνεται στο κεφάλαιο, επικαθοριζόμενα από τη θέση του ατομικού κεφαλαίου και του κάθε εργάτη στις αλυσίδες αυτές.
Στον ιμπεριαλισμό του Λένιν, αντιθέτως, κυριαρχούσαν μορφές που αφορούσαν κυρίως τη σφαίρα της κυκλοφορίας. Γι 'αυτό και ο Λένιν δεν μπόρεσε να μπεί σε μεγαλύτερη βάθος, να δει πώς το μονοπώλιο, παρόλο τον κεντρικό του ρόλο, δεν αποτελούσε ούτε την αρχή ούτε το τέλος της ουσίας του ιμπεριαλισμού, και δεν κατάφερε να διατυπώσει την απαραίτητη τροποποίηση του νόμου της αξίας.
Στη σφαίρα της κυκλοφορίας συναντάμε μηχανισμούς που αφορούν:
γ. την αγορά του χρήματος και του κεφαλαίου, δηλ. την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα (που μαζί με το κράτος αποτελεί την πιο συλλογική έκφραση του μονοπωλιακού κεφαλαίου), που προσδίδει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στα μονοπώλια που τον μονοπωλούν,
δ. επί μέρους κρατικές πολιτικές (νομισματική, φορολογική, δημοσιονομική κοκ) που καθορίζονται στη βάση πρώτα απ' όλα των συμφερόντων του μονοπωλιακού κεφαλαίου, και συμβάλουν στην απόσπαση υπερκερδών από αυτό.
Τέλος, έχουμε μηχανισμούς που προσιδιάζουν περισσότερο σε προκαπιιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, καθως χαρακτηρίζονται από την εφαρμογή άμεσης στρατιωτικής βίας, αλλά ωστόσο, ο σκοπός της εφαρμογής αυτης εντάσσεται στη λειτουργία του ΚΤΠ:
ε. Εφαρμογή στρατιωτικής και άλλης κρατικής βίας για την απόσπαση πρώτων υλών σε τιμές κάτω από την πραγματική τους αξία. Στα πλαίσια του ΚΤΠ, αυτό ισοδυναμεί με υποτίμηση της εργασίας στις εξορυκτικές βιομηχανίες, καθώς η εργασία σε εξαιρετικά πλούσιο (υπ)έδαφος λειτουργεί ως πιο παραγωγική εργασία.
στ. Εφαρμογή στρατιωτικής και άλλης κρατικής βίας απευθείας ενάντια στους ανταγωνιστές (ενδο-ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί) ή για την υποταγή, εξάρτηση ή και νεοαποικιοποίηση πιο αδύναμων κεφαλαίων και των αντίστοιχων κρατών.

7. Μόνο σε αυτό το σημείο, μπορούμε πλέον να ασχοληθούμε με τον ιμπεριαλισμό στις διακρατικές σχέσεις.
Ξεκινάμε με τις εξής παραδοχές:
α. Το κράτος αποτελεί συμπύκνωση και θεσμοποίηση των ταξικών σχέσεων κυριαρχίας στις παραγωγικές σχέσεις.
β. Εφόσον, η ταξική πάλη μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας αναπτύσσεται πλήρως μόνο εντός του κάθε εθνικού κράτους (πχ εκεί υπάρχει μόνο ο μεγαλύτερος βαθμός ελευθερίας κυκλοφορίας τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργασίας), τα εθνικά κράτη συνεχίζουν και σήμερα να αποτελούν τη "λειτουργική" μονάδα διαξαγωγής της ταξικής πάλης.
γ. Από την άλλη, από τη στιγμή που το κεφάλαιο κυκλοφορεί και επενδύεται σε άλλες εθνικές οικονομίες, και από τη στιγμή που αυτό πλέον αφορά παραγωγικές επενδύσεις, όπου κεφάλαιο μιας εθνικότητας εκμεταλλεύετια εργατική δύναμη άλλης εθνικής οικονομίας, υπάρχει και η ανάλογη αλληλεπίδραση της ταξικής πάλης από τον έναν κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό στον άλλον.
δ. Μάλιστα, θεωρούμε ότι στο επίπεδο αφαίρεσης όπου εμφανίζεται το κράτος, τα σύνορα κοκ δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε από το κεφάλαιο τους προσδιορισμούς που αφορούν την εθνικότητά του, την ιδιοκτησία του, και τον έλεγχο και κρατική προστασία που αυτά φέρουν μαζί τους.
ε. Οι σχέσεις μεταξύ των κεφαλαίων είναι απο τη φύση τους ανταγωνιστικές, καθώς παλεύουν για να καρπωθούν όσο το δυνατόν μεταλύτερο μερίδιο από την συνολική παραγωγή υπεραξίας της κοινωνίας. Θεωρούμε ότι η ανταγωνιστικότητα αυτή μεταφέρεται και στη συλλογική έκφραση των συμφερόντων του συλλογικού κεφαλαιοκράτη κάθε εθνικής οικονομίας, έναντι των διεθνών ανταγωνιστών του, και επομένως, καθορίζει τις διακρατικές σχέσεις στον καπιταλισμό ως από τη φύση τους ανταγωνιστικές.
στ. Όπως συμβαίνει γενικά στις ανταγωνιστικές σχέσεις, μπορούμε να τις κατατάξουμε ανάλογα με τον αντικειμενικό συσχετισμό δύναμης μεταξύ των ανταγωνιζόμενων πλευρών. Υπάρχουν κράτη που συστηματικά κερδίζουν σε αυτόν τον ανταγωνισμό για πολιτική/στρατιωτική ισχύ που εξυπηρετεί την απόσπαση μεγαλύτερου μεριδίου υπεραξίας, και κράτη που συστηματικά χάνουν σε αυτόν. Τα μεν κατατάσσονται ως ιμπεριαλιστικά (καταπιεστές εκμεταλλευτές), τα δε ως εξαρτημένα (καταπιεζόμενα, εκμεταλλευόμενα). Τα πρώτα είναι αυτά που επωφελούνται τα μέγιστα τόσο από τις ιμπεριαλιστικές μορφές εκμετάλλευσης (πχ τα κεφάλαιά τους βρίσκονται στην κορυφή των παραγωγικών αλυσίδων), όσο και από τις μη ιμπεριαλιστικές.
Αυτό δε σημαίνει ότι μόνο τα πρώτα ασκούν ιμπεριαλιστικές πρακτικές εκμετάλλευσης. Μπορεί μια τέτοια πρακτική να ασκείται στα ορυχεία του Κογκό, αλλά η μεγαλύτερη ωφέλεια να συγκεντρώνεται σε μια τράπεζα του Λονδίνου.
Ένα αποτελεσματικό, δηλ. κριτήριο, το οποίο μπορεί να υπολογιστεί εμπειρικά, είναι με βάση το οικονομικό αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής ισχύος να κατατάξουμε ως ιμπεριαλιστικές τις χώρες που έχουν θετικό ισοζύγιο μεταφορών (υπερ)αξίας. Αυτές είναι πολύ λίγες ακόμη και σήμερα.
Όπως συμβαίνει με τις διαλεκτικές κατηγορίες, αυτή είναι μια δυναμική κατάσταση όπου στο βαθμό που αναπαράγεται η διάκριση αυτή των κρατών, οι ιμπεριαλιστικές ειναι τέτοιες ακριβώς επειδή εκμεταλλεύονται τις υπόλοιπες, οι οποίες ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο ΔΕΝ είναι ιμπεριαλιστικές, αλλά εξαρτημένες.
ζ. Η εξάρτηση, επομένως, είναι μια αντικειμενική σχέση που προκύπτει από τη διαφορά ισχύος στον διεθνή διακρατικό ανταγωνισμό. Επιτυγχάνεται στον βαθμό που διατηρείται και αναπαράγεται ο εξαιρετικά ανισότιμος συσχετισμός ισχύος, και διαμεσολαβείται από την διείσδυση του ξένου κεφαλαίου στην εθνική οικονομία.
Όσο μεγαλύτερο το μερίδιο της ξένης ιδιοκτησίας και επένδυσης στην εθνική οικονομία, και όσο μεγαλύτερη η διαφορά στην ισχύ των δύο κρατών (ως απώρροια του συσχετισμού ισχύος του μονοπωλιακού κεφαλαίου στις δύο χώρες), τόσο μεγαλύτερη και η εξάρτηση.
Στη βάση της η εξάρτηση αφορά την ταξική πάλη που καθορίζει την ιστορική εξέλιξη του κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού. Το ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο επιδρά σε σημαντικό βαθμό στην ταξική πάλη στην εξαρτημένη χώρα, αλλά το ίδιο εξαρτάται από τη ταξική πάλη στην χώρα προέλευσής του. Πχ το κράτος των ΗΠΑ μπορεί να προβαίνει σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ανά τον κόσμο για να επιβάλει την εξουσία που επιθυμεί, μόνο στον βαθμό που συναινεί σε αυτό η εργ. τάξη των ΗΠΑ... Έτσι, όμως η ταξική πάλη στην ιμπεριαλιστική χώρα επιδρά πολύ περισσότερο σε αυτήν της εξαρτημένης, από ότι το αντίθετο.
η. Το τι "θέλει" και τι δε "θέλει" η α.τ. της εξαρτημένης χώρας δε μας ενδιαφέρει. Το τι μπορεί και τι δεν μπορεί είναι το κρίσιμο. Η α.τ. ανταλάσσει την ενίσχυση της θέσης της απέναντι στην ε.τ. με την υποταγή της απέναντι στο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Βγαίνει εκτός ανταγωνισμού με τα ιμπεριαλιστικά κεφάλαια, αλλά συνεχίζει να ανταγωνίζεται άλλα εθνικά κεφάλαια ίδιας τάξης με αυτήν, ή και να υπερισχύει με τη σειρά της έναντι άλλων πιο αδύναμων (πχ η Ελλάδα έναντι της Μακεδονίας). Η θέση της στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα των διακρατικών σχέσεων, όμως, καθορίζεται από το κύριο, δηλ. από το συνολικό ισοζύγιο ισχύος, καθώς όλα αυτά τα εθνικά κράτη είναι καταρχήν εξαρτημένα σε κάποια ιμπεριαλιστική δύναμη ή μπλοκ. Ως εκ τούτου, ο χαρακτηρισμός αυτής της κατάστασης ως "υποιμπεριαλισμός" είναι παραπλανητικός, καθώς αυτό που πραγματικά παρατηρούμε είναι διαφορετικές βαθμίδες εξάρτησης, παρά διαφορετικές βαθμίδες ιμπεριαλισμού.
θ. Η εξάρτηση οδηγεί και σε διαφοροποιημένα μοντέλα ανάπτυξης για τα εξαρτημένα και ιμπεριαλιστικά κράτη. Στην πιο γενική μορφή, η εξαρτημένη ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα της μέχρι έναν βαθμό υποταγής την ανάπτυξης (δηλ. της αναπαραγωγής του κεφαλαίου) στην εξαρτημένη χώρα, στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου στην ιμπεριαλιστική.
Αυτό σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και γεωγραφικές περιοχές λαμβάνει άλλη μορφή. Την εποχή που ο ιμπεριαλισμός αφορούσε πρωτίστως τη σφαίρα της κυκλοφορίας (πρώτη φάση του ιμπεριαλισμού επί Λένιν), οι ιμπεριαλιστικές χώρες δάνειζαν τις εξαρτημένες προκειμένου να τις καθιστήσουν "φόρου υποτελείς", αποσκοπώντας πέρα από τον τόκο, στη διευκόλυνση της εξαγωγής εμπορευμάτων για την πραγματοποίηση της υπεραξίας (έναντι των ανταγωνιστών τους), και στην απόσπαση σε φτηνές τιμές πρώτων υλών. Αυτό καθυστερούσε τη βιομηχανική ανάπτυξη στις εξαρτημένες χώρες, με αποτέλεσμα να ταυτιστεί λανθασμένα η εξαρτημένη ανάπτυξη με την εν λόγω μορφή, της λεγόμενη υποανάπτυξης.
Σήμερα, ενώ συνεχίζουν μεγάλες περιοχές του κόσμου να βρίσκονται ακόμη σε καθεστώς υπο-ανάπτυξης, κυρίως στην Αφρική, η εξαρτημένη ανάπτυξη παίρνει τη μορφή της συγκέντρωσης της βιομηχανικής εργασίας χαμηλής ειδίκευσης στις εξαρτημένες χώρες, και του αποκλεισμού των τελευταίων από τη σύγχρονη τεχνολογία, δηλ. της τοποθέτησης των εξαρτημένων χωρών σε χαμηλούς κρίκους των διεθνοποιημένων αλυσίδων παραγωγής.
ι. Έχουν ποιοτική διαφορά οι πόλεμοι μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις), οι επεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε εξαρτημένες χώρες (ακόμη και αν γίνονται στα πλαίσια των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών), και οι πόλεμοι μεταξύ εθνικών κρατών που δεν είναι ιμπεριαλιστικά (κυρίως για διασυνοριακές διαφορές, ή γύρω από μισοάλυτα εθνικά προβλήματα από την προηγούμενη φάση της ιστορίας των διαμόρφωσης των εθνικών κρατών (πχ Ελλαδα-Τουρκία στο Αιγαίο). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ακόμη και ένας εθνικός ανταγωνισμός όπως αυτόν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκία, επικαθορίζεται κυρίαρχα από τη στρατηγική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Δεν έχει νοημα η πάλη για την ειρήνη, ή ενάντια στον εθνικισμό, χωρίς την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

8. Τέλος, καταγράφω παρακάτω τις συνέπειες των ανωτέρω για την πολιτική, τακτική και στρατηγική, του ΚΚ, αλλά και επί μέρους παρατηρήσεις, όπως για τον φασισμό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Α. Καταρχήν, μπορούμε πλέον να ορίσουμε τι είναι η κυρίαρχη και τι η βασική αντίθεση.
Η βασική αντίθεση είναι η πιο ουσιαστική σχέση στο υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης, δηλ. η κεφάλαιο-εργασία, η οποία είναι η τελική αιτία πίσω από την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας ως τέτοιας, και επομένως και όλων των άλλων αντιθέσεών της, οι οποίες καθορίζονται από αυτήν, αλλά έχουν και τη σχετική τους αυτονομία, και επικαθορίζουν και τη βασική σχέση.
Η κυριαρχη αντίθεση στο ιμπεριαλιστικο στάδιο του καπιταλισμού είναι η αντίθεση μεταξύ από τη μια πλευρά του μονοπωλιακού και τεχνολογικά ανεπτυγμένου κεφαλαίου που συσσωρεύεται στα ιμπεριαλιστικά κράτη, και από την άλλη της ανειδίκευτης εργασίας που συσσωρεύεται κατά κύριο λόγο στα αναπτυσσόμενα κράτη.
Από ότι βλέπουμε, η κυρίαρχη αντίθεση δεν αναιρεί τη βασική. Πάλι κεφάλαιο έχεις από τη μια, και εργασία από την άλλη. Αλλά της δίνει μια ιστορικά (και μετά και λογικά, γεωγραφικά κοκ) πιο συγκεκριμένη μορφή. Δεν είναι δυνατόν να μιλήσουμε για ιστορική ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικης σχέσης, αν δεν κάνουμε ένα μικρό βήμα από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο για να δούμε τι ακριβώς είναι αυτό που αλλάζει με την ιστορική εξέλιξή της.
Παρατηρούμε, επίσης, ότι η πόλωση αυτή μεταξύ του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της υπερεκμεταλλευόμενης εργασίας, μετακινεί και τις σχετικές θέσεις όλων των ενδιάμεσων στρωμάτων, δηλ. του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου, και της μη υπερεκμεταλλευόμενης, ειδικευμένης ως επί το πλείστον, εργασίας. Από τη μια δυσκολεύει την ενότητα της εργατικής τάξης. Από την άλλη, αυξάνει τις δυνατότητες για κοινωνικές συμμαχίες της εργατικής τάξης με τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα.

Β. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αντικαπιταλισμός που να μην είναι αντι-ιμπεριαλισμός, και δεν υπάρχει συνεπής και ως το τέλος αντι-ιμπεριαλισμός που να μην είναι αντικαπιταλισμός. Απλά, θεωρώ, ότι ο αντικαπιταλισμός είναι πολύ αφηρημένος και φτωχός ως στρατηγικός όρος (καθώς η στρατηγική πρέπει να αναφέρεται με θετικό τρόπο στο στόχο του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού), και πολύ αφηρημένος και γενικός ως όρος τακτικής, καθώς δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στην κυρίαρχη αντίθεση της εποχής μας.
Γ. Αναδεικνύεται η σημασία συγκεκριμένων μετώπων πάλης, εκεί που εκδηλώνονται κυρίως οι ιμπεριαλιστικές πρακτικές εκμετάλλευσης (στην ε.τ. των εξαρτημένων χωρών, ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες, στις εσωτερικές των ιμπεριαλιστικών χωρών περιθωριοποιήσεις της εργασίας όπως στις συσσωματώσεις ανειδίκευτης εργασίας (πχ ντελιβεράδες στην Αμερική), στις νέες μορφές καπιταλιστικής δουλείας (φυλακές ΗΠΑ, Λιβύη κοκ), στον ρατσισμό και στις αντιμεταναστευτικές πολιτικές που τον θρέφουν (ξανά στις ΗΠΑ Λατίνοι και Μαύροι), στις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στην πάλη ενάντια στη νομοθεσία πνευματικής ιδιοκτησίας, στην πάλη ενάντια στην καταστροφή του περιβάλλοντος κοκ).

Δ. Ιδιαίτερα μνεία πρέπει να γίνεται για τον φασισμό και τον πόλεμο που είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τον ιμπεριαλισμό. Ο φασισμός είναι μια ακραια εκδήλωση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του καπιταλισμού, η οποία εκδηλώνεται κυρίως σε εποχές κρίσεων ώστε να:
α. στρατικοποιείται η οικονομία τόσο ως προς την πλευρά της πειθάρχησης της ε.τ. σε ακραίες μορφές υπερεκμετάλλευσης (πχ στρατόπεδα εργασίας ή η καταπίεση των προσφύγων και μεταναστών σήμερα κοκ),
β. όσο και της πειθάρχησης των ατομικών κεφαλαίων στα συμφέροντα του συλλογικού κεφαλαιοκράτη, αφήνοντας στην άκρη για λίγο τον ανταγωνισμό μεταξύ τους και το κίνητρο του κέρδους που ατονεί στην εποχή της κρίσης (γι' αυτό και στρέφεται και εναντίον φιλελεύθερων αστικών στοιχείων, όπως ο Λαμπράκης στην Ελλάδα),
γ. αλλά και για τη διαμόρφωση της κοινωνικής συμμαχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου με το μικροαστικό, έως και με τμήματα των μισθωτών, πχ του δημοσίου αλλά και αλλού, ενάντια στα πιο αδύναμα κομμάτια της εργατικής τάξης που υφίστανται την υπερεκμετάλλευση, υποσχόμενο την προστασία του "ισχυρού κράτους",
δ. και, τέλος, για τη διεξαγωγή ιμπεριαλιστικού πολέμου για διέξοδο από την κρίση μέσω της καταστροφής κεφαλαίου και υπερίσχυσης επί των ανταγωνιστών.
Ακριβώς λόγω της σύνδεσής του με τον ιμπεριαλισμό, ο φασισμός ως ιδεολογία ξεκινάει ακριβώς από την ανισότητα των παραγωγών με βάση κάποιο άλλο κριτήριο (εθνικιστικό ή ρατσιστικό).
Εύκολα συνάγεται ότι η αντιμετώπισή του απαιτεί πλατειές κοινωνικές συμμαχίες, ώστε να αντιμετωπισθεί η διείσδυσή του στα λαϊκά στρώματα.
Ε. Αναδεικνύεται η σημασία της κοινωνικής συμμαχίας της ειδικευμένης εργασίας στις ιμπεριαλιστικές χώρες και της ανειδείκευτης στις ανεπτυσσόμενες, ως η κρισιμότερη για τις επαναστάσεις της νέας εποχής.
ΣΤ. Από την πλευρά της ε.τ. των εξαρτημένων χωρών, ο ιμπεριαλισμός σημαίνει διπλή εκμετάλλευση και αυξημένο βαθμό εκμετάλλευσης, καθώς και χειρότερες συνθήκες ταξικής πάλης (δημοκρατίας, απαγόρευσης συνδικαλισμού κοκ).
Το ντόπιο κεφάλαιο ισχυροποιείται εναντίον της μέσω της υποταγής του στο ιμπεριαλιστικό, ή με άλλα λόγια, η ε.τ. των εξαρτημένων χωρών όταν επαναστατήσει θα πρέπει να συγκρουστεί και με το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο στον έναν ή στον άλλον βαθμό. Το αντιθετο δεν ισχύει, δηλ. αν επαναστατήσει η ε.τ. εντός ιμπεριαλιστικού κράτους, ελάχιστα μπορεί να κάνει γι' αυτό το εξαρτημένο κράτος.
Αντίστοιχα, η επανάσταση στο ιμπεριαλιστικό κράτος μπορεί να διαδοθεί πιο εύκολα στα εξαρτημένα, από ότι το αντίθετο. Γι' αυτό και είναι πιο εύκολο για το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο να οξύνει την ταξική πάλη στο εξαρτημένο κράτος, προκειμένου να ανεβάσει εκεί το βαθμό εκμετάλλευσης. Αντίθετα, εντός του δικού του, ιμπεριαλιστικού κράτους, επιχειρεί περισσότερο να αποσπάσει τη συναίνεση, και να χτίσει κοινωνικές συμμαχίες πχ με την ειδικευμένη εργασία και τη νέα μικροαστική τάξη, χρησιμοποιώντας τα ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη γι' αυτόν τον σκοπό.
Από την πλευρά της ε.τ. των ιμπεριαλιστικών κρατών, δεν πρόκειται να δει ποτέ επανάσταση αν δεν οξύνει την κρίση του κεφαλαίου της χώρας της μέσω της αποκοπής του από τα ιμπεριαλιστικα υπερκέρδη
Ζ. Υπάρχουν επομένως συνέπειες για τις κοινωνικές συμμαχίες.
Η διαφοροποίηση εντός του στρατοπέδου του κεφαλαίου, και λαμβάνοντας υπόψη και τα ενδιάμεσα του κεφαλαίου και της εργασίας στρώματα (αυταπασχολούμενοι, μη διευρυμένη εμπορευματική αναπαραγωγή σε μικρές επιχειρήσεις κοκ), επιτρέπει στην εργ. τάξη να διασπάσει την προσπάθεια του μονοπωλιακού κεφαλαίου για κοινωνικές συμμαχίες και να επεκτείνει τις δικές της. Εκεί βρίσκεται το περιεχόμενο της αντι-μονοπωλιακής γραμμής πάλης, ως γραμμής τακτικής (κυρίως) και κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών.
Αντίστοιχα, η αντι-ιμπεριαλιστική πάλη, δηλ. ενάντια στην ιμπεριαλιστική καταπίεση, εκμετάλλευση και εξάρτηση, πλευρά της οποίας είναι η πάλη για εθνική ανεξαρτησία, αφορά ευρύτερα λαϊκά στρώματα, και όχι μόνο την ε.τ. Η πάλη αυτή δεν ταυτίζεται με την πάλη για το σοσιαλισμό, παρόλο που μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο με την νίκη του σοσιαλισμού, διότι ποικίλουν οι βαθμοί της εξάρτησης ανάλογα με την εξέλιξη της ταξικής πάλης, δηλ. τους αντι-ιμπεριαλιστικούς αγώνες των λαών.
Φυσικά, η ε.τ., και μάλιστα το κομμάτι που υφίσταται την υπερεκεμετάλλευση είναι η πιο συνεπής δύναμη που μπορεί να πάει τον α-α αγώνα ως το τέλος. Αλλά δε θα το καταφέρει αν δεν αξιοποιήσει στο έπακρο τη δυνατότητα για τις εν λόγω κοινωνικές συμμαχίες, ειδικά σε μη επαναστατικές περιόδους όταν δεν κρίνεται άμεσα η εξουσία.
Τόσο η αντιμονοπωλιακή όσο και αντιιμπεριαλιστική πάλη έχουν έντονο δημοκρατικό χαρακτήρα, και όχι μόνο οικονομικό, καθώς στρέφονται ενάντια στην ιμπεριαλιστική καταπίεση (που φέρνει την ανισότητα των παραγωγών). Εξ' ου, τελικά, και ο όρος για ένα αντι-ιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό κοινωνικο-πολιτικό μέτωπο.
Ένα τέτοιο μέτωπο αφορά περισσότερο την τακτική παρά τη στρατηγική, και έχει άλλη μορφή σε μη επαναστατικές συνθήκες, έναντι στη μορφή που παίρνει ως επαναστατικό μέτωπο, τη στιγμή που κρίνεται η εξουσία και η κυρίαρχη αντίθεση τείνει να ταυτιστεί με τη βασική.
Η στρατηγική, αντιθέτως, αφορά τη διαλεκτική των παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων σε ένα κοινωνικο-οικονομικο σχηματισμό σε μια δεδομένη ιστορική περιοδο στο πιο γενικό επίπεδο, και όσον αφορά τις πιο σταθερές πλευρές της. Στο βαθμό που η παραγωγή σε μια χώρα όπως η Ελλάδα έχει κοινωνικοποιηθεί, ώστε να κυριαρχούν μονοπώλια σε αυτήν, είτε ξένα είτε ελληνικά, η ενδεικνυόμενη στρατηγική είναι
  • αυτή της σοσιαλιστικής επανάστασης για την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής,
  • συνοδευόμενη από εθελοντικούς συνεταιρισμούς της μη συγκεντρωμένης παραγωγής,
  • και από την ανεξαρτητοποίηση από το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα (έξοδος από ΕΕ, ΝΑΤΟ κοκ).

Βιβλιογραφία

Για τη διανοητική και/ή μη παραγωγική εργασία
Carchedi, G. (2011). Behind the Crisis: Marx’s Dialectics of Value and Knowledge. Leiden, Boston: BRILL.
Jeon, H. (2015). Knowledge and Contemporary Capitalism in Light of Marx’s Value Theory.
Rotta, T. N. (2014). Productive Stagnation and Unproductive Accumulation in the United States, 1947-2011. (May), 1947–2011.
Για τον ιμπεριαλισμό (βιβλία)
Amin, S. (2010). The Law of Worldwide Value. New York: Monthly Review Press.
Cope, Z. (2015). Divided World, Divided Class: Global Political Economy and the Stratification of Labour Under Capitalism (2nd ed.). Kersplebedeb Publishing.
Emmanuel, A. (1969). Unequal Exchange. A Study of the Imperialism of Trade. New York and London: Monthly Review Press.
Harvey, D. (2003). The New Imperialism. New York: Oxford University Press.
Mandel, E. (1976). Capitalism, Late. New Left Review Editions.
Norfield, T. (2016). The City : London and the global power of finance. Verso.
OECD, WTO, & World Bank. (2014). Global Value Chains: Challenges, opportunities and implications for policy. Report prepared for submission to the G20 Trade Ministers Meeting Sydney, Australia.
Smith, J. (2010). Imperialism & the Globalisation of Production. University of Sheffield.
Smith, J. (2016). Imperialism in the twenty-first century. The Globalization of Production, Super-Exploitation, and the Crisis of Capitalism. New York: Monthly Review Press.
Λιόσης, Β. (2012). Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση. Η προσέγγιση του Λένιν, η περίπτωση της Ελλάδας και κριτική του σχήματος της αλληλεξάρτησης Αθήνα: ΚΨΜ.
Μάντελ, Ε. (n.d.). Ο Ύστερος Καπιταλισμός. Ο Ιμπεριαλισμός στην τελική του φάση. (Χ. Κ, Ed.). Αθήνα: gutenberg.
Μηλιός, Γ., & Σωτηρόπουλος, Δ. Π. (2011). Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση. Αθήνα: νήσος.
Παπακωνσταντίνου, Π. (2008). Το Χρυσό Παραπέτασμα. Η Γέννηση του Ολοκληρωτικού Καπιταλισμού. Αθήνα: ΛΙΒΑΝΗ.
Σακελλαρόπουλος, Σ. (2004) Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης και η πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
Χάρβεϊ, Ν. (2006). Ο νέος ιμπεριαλισμός. Αθήνα: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.

Για τον ιμπεριαλισμό (αρθρογραφία)
Dussel, E. (1990). Marx’s economic manuscripts of 1861-63 and the “concept”of dependency. Latin American Perspectives, 17(2)(65), 62–101.
Economakis, G., Markaki, M., & Androulakis, G. (2014). Extraversion and Crisis of the Greek Economy: A Study. Bulletin of Political Economy, 8(2), 175–204.
Higginbottom, A. (n.d.). ‘Imperialist rent’ in practice and theory. Working paper.
Higginbottom, A. (2010). Underdevelopment as Super-exploitation : Marini ’ s Political-Economic Thought. In Historical Materialism: Crisis and Critique (Vol. 3, pp. 1–12).
Mavroudeas, S., & Seretis, S. (2018). Imperialist exploitation and the Greek crisis. Journal of Economics and Business, XXI(1–2), 43–64.
Smith, J. (2011). Imperialism and the Law of Value. Global Discourse, 2(I).
Πατέλης, Δ. (2014). Ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση, ανισομέρεια και “ασθενής κρίκος.” In «Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στην Ελλάδα», Πάντειο Πανεπιστήμιο. Αθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το σχόλιό σας θα δημοσιευτεί μόνο αν περιέχει το ονοματεπώνυμό σας και κατόπιν επιβεβαίωσής της ταυτότητάς σας. Αν είναι η πρώτη φορά που σχολιάζετε, παρακαλώ στείλτε μου και τα στοιχεία επικοινωνίας σας (πχ e-mail) με ένα e-mail.