του Διονύση Περδίκη
Η στρατηγική κρίση του κομμουνιστικού κινήματος και η «Αριστερά»
Το πέρας των 2-3 πρώτων μεταπολεμικών (του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου) δεκαετιών, εγκαινίασε μια μακρά περίοδο κατά την οποία η καπιταλιστική ανάπτυξη, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες, χαρακτηρίζεται από όλο και βαθύτερες και μακρύτερες περιόδους κρίσεων, και από όλο και συντομότερες και πιο αδύναμες ανακάμψεις. Οι δεκαετίες αυτές είδαν το μονοπωλιακό κεφάλαιο να υιοθετεί τη στρατηγική της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης της παραγωγής για να αντισταθμίσει την πτώση των επιπέδων κερδοφορίας, και το εργατικό κίνημα να βρίσκεται σε συνεχή υποχώρηση και αποδιοργάνωση, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η χρονίζουσα κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, κρίση στρατηγική, οργανωτική, εν τέλει πολιτική. Σημείο καμπής αποτέλεσε προφανώς η ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και η σταδιακή παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Κίνα και αλλού.
Η κατάσταση αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστο το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα ούτε στην Ελλάδα, με αποκορύφωμα τις διασπάσεις του ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αλλά και τη σταδιακή διολίσθηση της στρατηγικής του ΚΚΕ τις τελευταίες δύο δεκαετίες περίπου. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η εξωκοινοβουλευτική, κομμουνιστογενής Αριστερά δεν κατάφερε να πετύχει τους διακηρυκτικούς στόχους της για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικό κινήματος.
Σε αυτήν την κατάσταση βρήκαν το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα η καπιταλιστική κρίση του 2007/8, η μνημονιακή περίοδος που ακολούθησε, και πλέον, η πανδημία με όλες τις οικονομικές τις συνέπειες – που προσομοιάζουν σε «δημιουργική καταστροφή», χαρακτηριστική των καπιταλιστικών κρίσεων και ιμπεριαλιστικών πολέμων- οι οποίες αναμένονται να κλιμακωθούν περαιτέρω στο επόμενο χρονικό διάστημα. Η αποτυχία του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας να οδηγήσει το εργατικό και λαϊκό κίνημα σε μια στοιχειωδώς αποτελεσματική απάντηση στις επιλογές του μονοπωλιακού κεφαλαίου για την αντιλαϊκή διαχείριση των αλλεπάλληλων αυτών κρίσεων, μεταφέρει σταδιακά την κρίση και στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων, με απομαζικοποίηση, διασπάσεις, κοκ, αλλά και με αναζητήσεις για εκείνες τις πολιτικές και οργανωτικές επιλογές που θα μπορέσουν να ανατρέψουν την πορεία αυτή.
Δυστυχώς, όμως, οι μέχρι τώρα επιλογές δε δείχνουν να «έχουμε μάθει από τα λάθη και τις αποτυχίες μας», και να είμαστε έτοιμοι για τις τολμηρές αλλαγές που απαιτούνται «για να το πάρουμε αυτή τη φορά αλλιώς». Στο σημείωμα αυτό δε θα προβούμε σε μια αναλυτική επεξεργασία θέσεων στρατηγικής, τακτικής ή οργανωτικής συγκρότησης. Θα επικεντρώσουμε, όμως, σε ένα ζήτημα στο οποίο εκδηλώνεται το πρόβλημα με τον πιο συνοπτικό τρόπο: τη φιλολογία γύρω από τις διάφορες εκδοχές της «Αριστεράς», οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο του πολιτικού λόγου των νέων προσπαθειών που γίνονται για την ανασυγκρότηση της «κομμουνιστογενούς και ριζοσπαστικής Αριστεράς».
Η ουσία του προβλήματος
Ο πολιτικός όρος της «Αριστεράς» στερείται της απαραίτητης σαφήνειας και ακρίβειας για να καθοδηγήσει τις προσπάθειες ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος και της στρατηγικής του. Έχει πολλαπλές νοηματοδοτήσεις[i] χωρίς άμεση αναφορά στη στρατηγική, την τακτική, το πρόγραμμα, τις συμμαχίες, ή την οργανωτική συγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, τις έννοιες, δηλ., πάνω στις οποίες δομείται ουσιαστικά η θεωρία και η πολιτική του συγκρότηση.
Γι’ αυτό, άλλωστε, εμφανίζεται στο δημόσιο λόγο με μια σειρά επιθετικών προσδιορισμών που καλούνται να ταυτοποιήσουν την κάθε εκδοχή της, και να τη διακρίνουν από τις άλλες: «ρεφορμιστική», «οπορτουνιστική», «σοσιαλδημοκρατική», «σοσιαλφιλελεύθερη», «ριζοσπαστική», «μαχητική», «ανατρεπτική», «(έξω)κοινοβουλευτική», «κομμουνιστική», «αντιιμπεριαλιστική», «αντικαπιταλιστική», «αντιδιαχειριστική» κοκ. Πρόκειται για επιθετικούς προσδιορισμούς οι οποίοι ελάχιστα βελτιώνουν την κατάσταση της «δημιουργικής» αυτής ασάφειας, αφού μόνο έμμεσα αναφέρονται στην ουσία, όπως αυτή περιεγράφηκε παραπάνω. Προκύπτει φυσιολογικά το ερώτημα αν αυτή η «δημιουργική ασάφεια» γίνεται αντιληπτή ως πλεονέκτημα, τελικά, αντί για μειονέκτημα, από όσους επιμένουν να αποδίδουν στον όρο αυτό κεντρική σημασία.
Διαβάστε όλο το άρθρο στην ιστοσελίδα του Συλλόγου Μαρξιστική Σκέψης "Γ. Κορδάτος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το σχόλιό σας θα δημοσιευτεί μόνο αν περιέχει το ονοματεπώνυμό σας και κατόπιν επιβεβαίωσής της ταυτότητάς σας. Αν είναι η πρώτη φορά που σχολιάζετε, παρακαλώ στείλτε μου και τα στοιχεία επικοινωνίας σας (πχ e-mail) με ένα e-mail.